Ρωτήσαμε τον Γέροντα [τον άγιο Σιλουανό τον Αθωνίτη]: με ποιο τρόπο μπορεί να το αντιληφθή αυτό ο άνθρωπος με την πείρα του; Ο μακαριστός Γέροντας εβεβαίωνε πως όταν ο Θεός εμφανίζεται σε μέγα φως, τότε ο άνθρωπος δεν αμφιβάλλει καθόλου ότι αυτός που φανερώθηκε είναι ο Κύριος, ο Δημιουργός, ο Παντοκράτορας.
Όποιος όμως αξιώθηκε να έχη αμυδρή ακόμη θεωρία του φωτός, δεν μπορεί ν’ αντιληφθή σαφώς πως το φως που θεωρεί είναι διαφορετικό στην υφή του από την ψυχή του· έτσι γι’ αυτόν η οδός για βεβαιότερη επίγνωση, μπορεί να είναι η πλήρης εμπιστοσύνη στην πείρα των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας που αξιώθηκαν αυτή την θεωρία ή η περαιτέρω επανάληψη των επισκέψεων και των άρσεων της χάρης, που θα τον διδάξουν να διακρίνη την άκτιστη θεία ενέργεια από τη φυσική ενέργεια του ανθρώπου.
Όταν η προσευχή του ανθρώπου περνά για πρώτη φορά στην όραση του Θείου φωτός, τότε το θεώμενο και βιούμενο είναι τόσο νέο και καταπληκτικό γι’ αυτόν, που δεν μπορεί να εννοήση τίποτε. Αισθάνεται πως πλάτυναν ανείπωτα τα όρια της υπάρξεώς του, πως το φως που φανερώθηκε τον πέρασε από τον θάνατο στη ζωή, αλλ’ από το μεγαλείο του συμβάντος μένει σ’ απορία και έκπληξη, και μόνο μετά από επανειλημμένες επισκέψεις εννοεί το δώρο που του χορήγησε ο Θεός.
Η ψυχή κατά την όραση και μετά απ’ αυτήν είναι γεμάτη από βαθειά ειρήνη και από την γλυκύτητα της αγάπης του Θεού. Εξαφανίζεται απ’ αυτήν κάθε επιθυμία δόξας, πλούτου, οποιασδήποτε γήινης ευτυχίας, ακόμη κι αυτής της ίδιας της ζωής. Όλα αυτά θεωρούνται «σκύβαλα» και η επιθυμία της την σύρει προς το ζωντανό άπειρο, το Χριστό, στον οποίο δεν υπάρχει ούτε αρχή ούτε τέλος ούτε σκοτάδι ούτε θάνατος.
Από τους δύο αυτούς τρόπους θεωρίας του Θείου φωτός που περιγράψαμε, ο Γέροντας προτιμούσε εκείνον κατά τον οποίον «ο κόσμος λησμονείται παντελώς», όταν δηλαδή την ώρα της προσευχής το πνεύμα του ανθρώπου βγαίνη έξω από τις εικόνες του κόσμου και εισέρχεται στη σφαίρα του ατελείωτου φωτός, γιατί μια τέτοια όραση παρέχει μεγαλύτερη γνώση για τα μυστήρια του «μέλλοντος αιώνος».
Στην κατάσταση αυτής της οράσεως η ψυχή αισθάνεται ενεργώς την κοινωνία στη Θεία ζωή και δοκιμάζει υπαρξιακώς μια τέτοια έλευση του Θεού, για την οποία είναι αδύνατο να μιλήση η ανθρώπινη γλώσσα.
Όταν η όραση αυτή τελειώση, για λόγους άγνωστους στον άνθρωπο κι ανεξάρτητα από την θέλησή του, όπως κι άρχισε ανεξάρτητα, τότε επιστρέφει σιγά-σιγά η ψυχή στην αντίληψη του γύρω κόσμου και στην γλυκειά χαρά της αγάπης του Θεού προστίθεται μια λεπτή λύπη, γιατί θα βλέπη και πάλι το φως του φυσικού τούτου ήλιου.
Ο άνθρωπος είναι εικόνα του Θεού. Αλλ’ ερωτάται: τι είναι σ’ αυτόν η εικόνα του Θεού; Ή αλλιώς: σε τι έγκειται αυτή η εικόνα; Στο σώμα; Στην ψυχική ή στην ψυχοφυσική σύσταση του ανθρώπου; Στο τριαδικό των ψυχικών του δυνάμεων και εκδηλώσεων;…
Η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα είναι εξαιρετικά πολύπλοκη. Μερικές διαθλάσεις και ανταύγειες της εικόνας του Θεού δεν αποκλείονται σ’ όλα όσα απαριθμήσαμε, αλλά το πιο ουσιαστικό είναι η μορφή της υπάρξεως. Το κτιστό ον κοινωνεί κατά τη δωρεά της ευδοκίας με την άκτιστη άναρχη Ύπαρξη…
Πώς είναι δυνατόν αυτό; Είναι τόσο ανεξήγητο όσο ακατάληπτο και ανεξιχνίαστο είναι το μυστήριο της δημιουργίας του κόσμου « εκ του μηδενός». Κι όμως είναι τέτοια η ευδοκία του ουράνιου πατέρα, ώστε ο κτισθείς «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωση » είναι προικισμένος με την ικανότητα να δεχθή την θέωση , να γίνη κοινωνός δηλαδή της θείας ζωής, να λάβη το θείο τρόπο υπάρξεως, να γίνη Θεός κατά χάρη.
Τη θέωση ο άνθρωπος την επιδέχεται, δηλαδή ο Θεός είναι η ενεργούσα αρχή στην πράξη της θεώσεως κι ο άνθρωπος η προσλαμβάνουσα. Η πρόσληψη όμως αυτή δεν είναι καθαρά παθητική και η πράξη της θεώσεως δεν μπορεί να τελεσθή αλλιώς παρά με τη συμφωνία και την συνεργασία του ίδιου του ανθρώπου. Στην αντίθετη περίπτωση χάνεται και η ίδια η δυνατότητα της θεώσεως. Σ’ αυτό έγκειται η ουσιώδης διαφορά της αρχικής πράξεως της δημιουργίας από το ακόλουθο στάδιό της. Της θεώσεως της λογικής κτίσεως.
Αν είναι απερινόητο το μέγα μυστήριο της δημιουργίας του κόσμου γενικώς, το μυστήριο της δημιουργίας αιωνίων θεών είναι ακόμη περισσότερο απείρως πιο μεγαλειώδες. Αν όλη η ζωή γύρω μας είναι θαύμα που μας καταπλήσσει με το μεγαλείο του, η συνείδηση του Θείου θαύματος, μέσα στον άνθρωπο που εισέρχεται στον κόσμο του Ακτίστου φωτός, αποκτά ασύγκριτα μεγαλύτερη δύναμη και βάθος.
Για κάθε άνθρωπο που θ’ αναλογισθή το γεγονός της υπάρξεώς του, αυτό θα είναι αντικείμενο μεγάλου θαυμασμού. Έτυχε να συναντήσωμε ανθρώπους που μπαίνοντας στη νοερή σφαίρα, που προσιδιάζει φυσικά στον άνθρωπο, εκπλήσσονταν από το φωτόμορφο κάλλος της. Όταν όμως ο άνθρωπος με τη Θεία ενέργεια εισάγεται στον κόσμο του ακτίστου φωτός, τότε το « θάμβος Θεού» φτάνει να γίνη τελείως ανέκφραστο και δεν βρίσκει πια λόγια ούτε τρόπους ούτε στεναγμούς ευγνωμοσύνης.
Απόσπασμα από το κεφάλαιο “Το άκτιστο θείο φως και οι τρόποι θεωρίας του” από το βιβλίο του Αρχιμανδρίτη Σωφρονίου (νυν οσίου Σωφρονίου του Αγιορείτη και του Έσσεξ), ο “Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης», έκδοση Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Έσσεξ Αγγλίας.