Κατέρχεται ο μέγας [ο Άγιος Σάββας ο διά Χριστόν σαλός, ο Βατοπαιδινός] στον βαθύτατο γκρεμό, καθώς είπα, βασταζόμενος ασφαλέστατα στα άυλα χέρια του φύλακα αγγέλου. Στηρίζει τα πόδια του στη γη και στρέφει τα χέρια και τα μάτια στον ουρανό.
Μα τι φρικτά είναι αυτά τα μυστήρια του Χριστού!
Σαράντα ολόκληρες μέρες στέκεται σε αυτήν τη θέση, δίχως φαΐ, δίχως καθόλου νερό, άκαμπτος, ακλινής τελείως και άυπνος. Έμοιαζε σαν άγαλμα που κατασκευάστηκε από κάποια άψυχη ύλη. Θάλεγε κανείς πως ήταν κάποιο άυλο πνεύμα, που φάνηκε ξαφνικά για να καταπλήξει τους ανθρώπους, αν εξαιρέσει κανείς τον Μωυσή, τον μέγα υπηρέτη των του Θεού μυστηρίων, που εισήλθε κάποτε στο γνόφο υπερφυώς, για να δεχθεί τις πλάκες του νόμου.
Αυτός χρειάστηκε τις διπλάσιες ημέρες, και ανέβηκε δυο φορές στο Σινά, καθώς γνωρίζουμε, για να ξαναγραφούν τα ιερά εκείνα γράμματα, τα οποία συνέτριψε η ακράτεια των νομοθετουμένων. Δεν θυμάμαι τώρα, ίσως υπάρχει κανείς άλλος σαν και αυτόν, αυτόπτης θείων μυστηρίων και υπηρέτης υπερφυών γεγονότων.
Μα τι είναι όλα αυτά, έστω και τόσο σπουδαία, μπροστά στην υπέρ φύσιν αρπαγή και θεωρία του ανδρός, η στην εν σαρκί μετάστασή του, ή κι εγώ δεν ξέρω πώς να την πω, που υπερβαίνει υπερφυώς κάθε ακοή και λόγο; Ακόμα δοκιμάζουμε ν’ αντλήσουμε νερό απ’ το πηγάδι, ή από στερεμένο χείμαρρο, και αφήνουμε το μέγα της θαλάσσης πέλαγος. Ακόμα παρατηρούμε τις μαρμαρυγές και τις φωτοσκιάσεις που κάνει ο θαυμάσιος ήλιος μέσα στα νερά, και απέχουμε πολύ από τη φυσική ακτίνα και λαμπρότητα.
Έχω την εξής γνώμη: Ας υποθέσουμε ότι εμφανίζεται κάποιος άνθρωπος στη γη, που να συγκεντρώνει στον εαυτό του κάθε μορφή αρετής στο έπακρο, τόσο θεωρητικη όσο και πρακτική. Ας υποθέσουμε επίσης ότι ο ίδιος άνθρωπος έχει δυνατότητα να δεχθεί εν σαρκί όλη την αίγλη της θεϊκής χάριτος υπερφυώς, σαν να είναι κάποια ποικιλόμορφη εικόνα καλού.
Ο ίδιος θα είναι δείγμα της φιλοτιμίας του Δεσπότου Χριστού περισσότερο από κάθε άλλον.
Συγχρόνως θα εκπλήσσει τις άυλες φύσεις γύρω του, με όσα υπερφυή αξιώθηκε να απολαύσει, όμοια μ’ εκείνες, έστω και μέσα στην ύλη. Παράλληλα θα είναι σαν κάποιο κοινό, θαυμαστό και ποθητό αρχέτυπο και υπερφυές παράδειγμα για όλους τους άλλους κοινούς ανθρώπους, μα συγχρόνως ανέφικτος και απλησίαστος, σαν να είχε παρουσιαστεί μόνο για να καταπλήξει, ή και να γίνει αφορμή αγώνων για μερικούς.
Αυτός λοιπόν ο άνθρωπος δεν θα μπορούσε να μιμηθεί ακριβώς την εν σαρκί υπέρ φύσιν ζωή του Σάββα, το παράδοξο εκείνο πολίτευμά του.
Όλα αυτά θα σας τα διηγηθώ το κατά δύναμη, σκοπεύοντας οριστικά πια σε αυτό που προείπα: Προκρίνω για όλα όσα πω, τον άνθρωπο που θα εποπτεύσει το λόγο και την αλήθεια. Μα υπολογίζω ελάχιστα τη γνώμη όσων απιστούν στα λόγια μου. Αυτοί άλλωστε υπολογίζουν ελάχιστα τα γεγονότα, τα θεωρούν ανάξια λόγου.
Τρεις μέρες και τρεις νύχτες πέρασαν, ενόσω ο άγιος προσευχόταν μέσα σ’ εκείνο το βάραθρο, και είχε απλώσει τα χέρια του ακίνητα προς τον ουρανό. Αλλά προτιμώτερο να μας τα διηγηθεί ο ίδιος.
«Κατόπιν», μας έλεγε, «μου φάνηκε πως μ’ έναν άγνωστο τρόπο αρπάχθηκα απο εκεί και ανέβηκα πάνω από τους ουρανούς. Τότε λοιπόν ξεχύθηκε ένα φως. Αλλά πώς να περιγράψει κανείς την άρρητη και άφθονη αίγλη του φωτός εκείνου; Έμοιαζε μ’ ένα πέλαγος άπειρο που σκορπιζόταν παντού σ᾽ εκείνο το υπερουράνιο πλάτος. Φαινόταν σαν να πλημμυρίζει, να κατακλύζει, να καταλαμπρύνει τα πάντα με το μέγεθος της υπερφυούς αστραπής.
Εκείνη τη στιγμή είδα τον γλυκύτατο Ιησού να κάθεται υπερφυώς πάνω σε αυτό το απέραντο φως. Τι άφατη θυμηδία και δόξα ήταν εκείνη!
Τον περικύκλωναν χίλιες χιλιάδες και μύριες μυριάδες αγγελικών ταγμάτων, και τον διακονούσαν, καθώς λέει ο μέγας Δανιήλ. Μια πηγή φωτός ακένωτη ξεχύθηκε πάλι ποταμηδόν από εκεί, που ξεπερνούσε κατά πολύ το προηγούμενο φως. Παρ’ όλον ότι και οι άγγελοι εκείνοι ήσαν φωτεινοί, εν τούτοις το φως εκείνο φεγγοβολούσε λαμπρότερα.
Εγώ δεν χόρταινα να κοιτάζω, κι εγώ δεν ξέρω πώς, τον γλυκύτατο Ιησού, και την ανέκφραστη δύναμη και λαμπρότητα του φωτός που ξεπηδούσε από πάνω του. Ήταν όλος γλυκασμός, κατά το ρητό, όλος επιθυμία, όλος έφεση, κάλλος απόρρητο, αθανασία, χαρά, ευφροσύνη ανεκλάλητη. Γιαυτό δεν υπήρχε διόλου κορεσμός, η μάλλον προσετίθετο μεγαλύτερη επιθυμία, που με τραβούσε συνέχεια προς τα πάνω, καθώς είπε κάποιος.
Πώς λοιπόν θα μπορούσα να αποτραβηχθώ θεληματικά από εκείνη την άρρητη θυμηδία και δόξα, έστω κι αν παρατεινόταν η αποκάλυψη στον άπειρο αιώνα, κι όχι μόνο στις ολιγάριθμες αυτές ημέρες της ζωής μας, κατά τις οποίες ωρισμένοι πατέρες, αφού ασχολήθηκαν με κάποιες σωματικές εργασίες, έζησαν κατόπιν σε διαρκή ορθοστασία και ασιτία, και κατόρθωσαν υπέρ φύσιν μέσα στη φύση τους τα πέραν της κοινής φύσεως; Αυτά λοιπόν έβλεπα».
Συνεχίζεται
Απόσπασμα από το βιβλίο του αγίου Φιλοθέου Κοκκίνου, «Βίος Αγίου Σάββα του Βατοπαιδινού», έκδοση Ιεράς Μεγίστης Μονή Βατοπαιδίου.