Τὸ ἔμαθαν οἱ Γέροντες καὶ λυπήθηκαν. Πῆγαν λοιπὸν κάποια μέρα καὶ ἄρχισαν νὰ τὸν ἐλέγχουν. Τοὺς πῆρε μαζί του, βγῆκαν ἔξω καὶ κτύπησε ἕνα – ἕνα τὰ κελιὰ λέγοντας:
«Ἀδελφὲ τάδε, ἔλα, γιατὶ σὲ χρειάζομαι».
Ἀλλὰ κανεὶς ἀπ᾿ αὐτοὺς δὲν τὸν ἀκολούθησε ἀμέσως.
Πῆγε καὶ στὸ κελὶ τοῦ Μάρκου καὶ κτύπησε λέγοντας:
«Μᾶρκο».
Ἐκεῖνος μόλις ἄκουσε τὴ φωνὴ τοῦ Γέροντα, ἀμέσως πήδησε ἔξω, καὶ τὸν ἔστειλε σὲ διακονία.
Λέει τότε στοὺς Γέροντες:
«Ποῦ εἶναι οἱ ἄλλοι ἀδελφοί, Πατέρες;»
Μπῆκε κατόπιν στὸ κελὶ τοῦ ἀδελφοῦ νὰ δεῖ τὴν καλλιγραφία ποὺ ἔκανε, καὶ παρατήρησε ὅτι εἶχε ξεκινήσει νὰ κάνει τὸ ὄμικρον ἀλλὰ μόλις ἄκουσε τὸν Γέροντα, δὲν ἔστριψε τὴν πέννα νὰ τὸ ὁλοκληρώσει.
Τοῦ εἶπαν τότε οἱ Γέροντες:
«Πράγματι, αὐτὸν ποὺ ἐσὺ ἀγαπᾷς, ἀββᾶ, αὐτὸν καὶ ἐμεῖς ἀγαποῦμε, γιατὶ καὶ ὁ Θεὸς τὸν ἀγαπᾶ».