Μόλις κλείσει αυτή η πόρτα δεν θα υπάρχουν άλλα χαρούμενα απογεύματα με θείους, ξαδέρφια, ανίψια, γονείς, αδέρφια και αδελφές.
Δεν ήταν απαραίτητο να πάμε σε εστιατόριο την Κυριακή. Πηγαίναμε στο σπίτι των παππούδων μας. Τα Χριστούγεννα η γιαγιά έστρωνε το μεγάλο τραπέζι στην τραπεζαρία. Τώρα το σπίτι είναι κλειστό και το μόνο που μένει είναι σκόνη. Μια πινακίδα για πώληση. Κανείς δεν θέλει αυτό το σπίτι.
Το σπίτι των παππούδων είναι άχρηστο. Και έτσι περνάνε τα χρόνια. Δεν έχει άλλα δώρα για να ξετυλίξουμε. Τηγανητή ομελέτα για φαγητό. Λαχανικά για καθάρισμα.
Όταν κλείνει το σπίτι των παππούδων μας βρισκόμαστε ενήλικες χωρίς να καταλαβαίνουμε πότε σταματήσαμε να είμαστε παιδιά. Για τους παππούδες, είμαστε πάντα μικροί και ανυπεράσπιστοι. Συνέχεια.
Οι παππούδες πάντα είχαν έτοιμο τον καφέ τους. Τα ζυμαρικά. Το κρασί. Τα γλυκά. Τώρα όλα τελειώνουν. Τα τραγούδια έφυγαν. Δεν φτιάχνει κανείς σπιτικά ζυμαρικά πια. Η γιαγιά δεν θα τηγανίσει πια πατάτες.
Η συζήτηση μαζί τους θα μου λείπει πάντα!. Τους ευχαριστώ για τα μαθήματα της ζωής. Τώρα όταν περνάω κοιτάζω εκείνο το σπίτι και πάντα μου έρχεται η συνήθεια να σταματήσω και να μπω μέσα. Σας σκέφτομαι πάλι, και πάντα θα σας θυμάμαι με πολλή Αγάπη! Μια αγάπη τόσο μεγάλη.”
(Via: Γυναίκα Εγώ)