Της Στεύης Τσούτση.
Όχι απαραίτητα γιατί χώρισαν ή επειδή τσακώθηκαν κι επέλεξαν να χωριστούν οι δρόμοι τους.
Χάνονται έτσι απλά. Χωρίς σοβαρό λόγο. Χωρίς καμία βαρύγδουπη αιτία.
Χάνονται αθόρυβα όπως βρέθηκαν. Σε μια στροφή της ζωής κρύβεται ό,τι υπάρχει πίσω τους. Καταστάσεις, άνθρωποι. Κι εκείνοι προχωρούν μπροστά. Χωρίς απαραίτητα να θέλουν να αποχωριστούν τους πίσω. Χωρίς κακία, χωρίς πρόθεση.
Μα συμβαίνει.
Έτσι χωμένοι στην καθημερινή τους πραγματικότητα αφοσιώνονται. Σε στόχους, όνειρα, φιλοδοξίες. Και ξεχνούν.
Δεν το θέλουν. Όμως γίνεται.
Άνθρωποι που κάποτε αγάπησαν κι αγαπούν ακόμη.
Άνθρωποι που κάποτε στήριξαν, ταυτίστηκαν, διασκέδασαν. Όλοι αυτοί οι συγγενείς, οι φίλοι ή απλά οι καλοί γνωστοί. Άνθρωποι που κάποτε η ζωή, με τους τότε ρυθμούς της τους έφερνε συνέχεια κοντά και τώρα τους έχει απομακρύνει.
Ένα τυπικό “θα τα πούμε” ή “να κανονίσουμε” ή “μη χάνεσαι” μετά από κάποια τυχαία συνάντηση.
Λόγια που δε λέγονται από τυπικότητα όπως όταν βλέπεις κάποιον αδιάφορο στο δρόμο. Λόγια ειλικρινή μαζί με μια εξίσου ειλικρινή απορία: Γιατί χαθήκαμε εμείς;
Λόγια που παρά τις σκέψεις αυτές μένουν στον αέρα.
Ένα τηλέφωνο σε γιορτές κι αργίες. Ή ένα τυπικό μήνυμα.
Και περνά η ζωή και νέα δεδομένα την κατακλίζουν
Γιατί;
Γιατί να χάνονται έτσι οι άνθρωποι; Γιατί όσους μοιράστηκαν κάποτε όνειρα, χαρές και λύπες, όσους δημιούργησαν μαζί στιγμές, τους χωρίζει η ζωή;
Χωρίς λόγο.
Απλά συμβαίνει όπως τόσα και τόσα.
Γιατί σε κάθε βήμα αλλάζουν οι άνθρωποι. Όχι για καλό, όχι απαραίτητα για κακό. Απλά αλλάζουν…
Άλλοτε για καλό κι άλλοτε για κακό.
Κι ολοένα να σκέφτονται με νοσταλγία στιγμές που πέρασαν. Που όμως δεν κυνηγούν να επαναλάβουν.
Άλλες εποχές θα πουν. Περασμένες… Μόνο μπροστά, πάντα μπροστά…
Κι όποιος του μέλλει να εμφανιστεί ξανά, με το καλό να έρθει.
Θα τον υποδεχτούν σα φίλο καρδιακό από τα παλιά. Από τη δική τους προσωπική ιστορία που φυλάνε στοργικά σε ένα κουτί αναμνήσεων με κομμένα εισιτήρια συναυλιών και πλοίων.
Και θα είναι λες και συνεχίζουν μια κουβέντα που έχει αρχίσει από καιρό. Που για κάποιο λόγο σταμάτησε και ξεκινά ξανά από το σημείο που την άφησαν.
Γιατί έτσι είναι οι επαφές των ανθρώπων που δεν τσακώθηκαν μήτε ψυχράνθηκαν ποτέ.
Δέντρο που διώχνει τα φύλλα του κι εκείνα πεισματικά ξαναφυτρώνουν. Ξανά και ξανά…
Γιατί ο άνθρωπος δε φτιάχτηκε στη μοναξιά. Δεν πλάστηκε γι’αυτή, δεν του ανήκει.
Ακόμη κι αν από καιρούς σε καιρούς την αποζητά σαν φίλη καρδιάκή, έρχονται άλλες ώρες που την αποδιώχνει. Και πολύ καλά της κάνει.
Τίποτα σαν τις σχέσεις των ανθρώπων. Τίποτα σαν το σμίξιμο φίλων χαμένων, δίχως λόγο, από καιρό.
Τίποτα σαν την αίσθηση πως πάντα θα υπάρχουν άνθρωποι να νοιάζονται και να προστρέχουν. Άνθρωποι που θα σηκώσουν το τηλέφωνο, θα χτυπήσουν το κουδούνι και θα εισβάλλουν στο χώρο του καθενός.
Στο κομμάτι της ζωής του που κάποτε τους παραχωρήθηκε και δεν το επέστρεψαν ποτέ. Αντίθετα, το κράτησαν για να γυρίσουν όταν πρέπει. Όταν τύχει… Όταν απλά συμβεί ή το κάνουν να συμβεί…
Γιατί μπορεί να χάνονται οι άνθρωποι, μα πάντα θα επιστρέφουν…