Όσο μεγαλώνεις, δεν χαραμίζεις την ψυχή σου για λίγους και ανάξιους
Και τα χρόνια περνούν κι η κλεψύδρα της ζωής σου όλο και αδειάζει.
Kάθε κόκκος της σου είναι πια πολύτιμος και μονάκριβος, και όχι, δεν θέλεις να τους χαραμίζεις πια σε ανούσιες στιγμές.
Δεν έχεις πια την πολυτέλεια να δίνεις ατελείωτες ευκαιρίες σε τελειωμένες ιστορίες, δεν αντέχει άλλο το κορμί σου να χαραμίζεται από εδώ κι από εκεί.
Έχεις καταλάβει πλέον πόσο ακριβή και σπάνια είναι η ψυχή σου και δεν θέλεις να τη σπαταλάς σε ανθρώπους που ούτε στο ελάχιστο ποτέ τους δεν κατάλαβαν πόσο πολύ αξίζεις.
Δεν έχεις πλέον την υπομονή και το κουράγιο να μένεις σε καταστάσεις στάσιμες που δεν οδηγούν πουθενά. Κλείνεις τις πόρτες στο αέναο κρυφτό – κυνηγητό του παρελθόντος και στα φαντάσματα που δεν σ’αφήνουν να ησυχάσεις.
Αρκετά με τις στοιχειωμένες αναμνήσεις.
Έχει έρθει η ώρα να τις βάλεις σ’ένα κουτί και να τις κλειδώσεις εκεί.
Δεν έχεις τη θέληση πια να ξοδεύεις τον πολύτιμο εαυτό σου σε ανθρώπους που ψάχνουν από κάπου να πιαστούν, να κάθεσαι και ν’ακούς τον πόνο τους πιστεύοντας ότι μπορεί και να τους σώσεις.
Καθένας μοναχός του πορεύεται και στη ζωή και στο θάνατο.
Δεν ήσουν ποτέ υπεύθυνος για την ευτυχία κανενός παρά μονάχα για τη δική σου, κι αν θυμάσαι τις στιγμές που ήσουν πραγματικά ευτυχισμένος έκανες και τους άλλους γιατί αυτή είναι μια λάμψη που μπορεί να μην διαρκεί για πάντα αλλά μοιράζεται.
Κι όταν συμβαίνει αυτό τα πάντα γύρω σου φωτίζουν.
Κι έρχονται κι εκείνες οι στιγμές που θυμώνεις με τον εαυτό σου που σου πήρε τόσο καιρό να καταλάβεις πως ένα είναι το ταξίδι κι εσύ επιλέγεις τους προορισμούς και τους συνεπιβάτες σου.
Θυμώνεις που πέρασε η μισή ζωή και εσύ χαμπάρι δεν πήρες. Που δεν σου φτάνει πια ο καιρός για να τολμήσεις πράγματα που πάντα ήθελες αλλά πάντα κάτι σ’εμπόδιζε και δεν έχεις πια το περιθώριο να τα παρατήσεις όλα πίσω σου και να πάρεις μια βαλίτσα και να εξαφανιστείς.
Δεν έχεις πια την ανεμελιά της νιότης, τότε που ήσουν έτοιμος να κατακτήσεις τον κόσμο.
Οι κόκκοι σου τελειώνουν και εσύ τρέχεις να προλάβεις κι εύχεσαι να είχες μια δεύτερη ζωή για να προλάβεις να κάνεις όλα όσα ονειρεύτηκες και δεν τόλμησες γιατί πάντα πίστευες ότι θα έχεις χρόνο να τα κάνεις αργότερα.
Η ζωή σου πήρε την τροπή που της έδωσες.
Είσαι οι επιλογές σου.
Γι’αυτό κοίτα να είσαι όσο πιο επιλεκτικός μπορείς.
Ν’ακολουθείς πάντα το ένστικτό σου, την πρώτη σου σκέψη, αψηφώντας τον κίνδυνο.
Μη σταματήσεις ποτέ να ψάχνεις γι’ανεμόμυλους στην άκρη του πουθενά.
Και να θυμάσαι, ποτέ μα ποτέ δεν είναι αργά για να ράψεις τα φτερά σου.
Πηγή: wp.loveletters.gr
Της Στεύης Τσούτση.
Όχι απαραίτητα γιατί χώρισαν ή επειδή τσακώθηκαν κι επέλεξαν να χωριστούν οι δρόμοι τους.
Χάνονται έτσι απλά. Χωρίς σοβαρό λόγο. Χωρίς καμία βαρύγδουπη αιτία.
Χάνονται αθόρυβα όπως βρέθηκαν. Σε μια στροφή της ζωής κρύβεται ό,τι υπάρχει πίσω τους. Καταστάσεις, άνθρωποι. Κι εκείνοι προχωρούν μπροστά. Χωρίς απαραίτητα να θέλουν να αποχωριστούν τους πίσω. Χωρίς κακία, χωρίς πρόθεση.
Μα συμβαίνει.
Έτσι χωμένοι στην καθημερινή τους πραγματικότητα αφοσιώνονται. Σε στόχους, όνειρα, φιλοδοξίες. Και ξεχνούν.
Δεν το θέλουν. Όμως γίνεται.
Άνθρωποι που κάποτε αγάπησαν κι αγαπούν ακόμη.
Άνθρωποι που κάποτε στήριξαν, ταυτίστηκαν, διασκέδασαν. Όλοι αυτοί οι συγγενείς, οι φίλοι ή απλά οι καλοί γνωστοί. Άνθρωποι που κάποτε η ζωή, με τους τότε ρυθμούς της τους έφερνε συνέχεια κοντά και τώρα τους έχει απομακρύνει.
Ένα τυπικό “θα τα πούμε” ή “να κανονίσουμε” ή “μη χάνεσαι” μετά από κάποια τυχαία συνάντηση.
Λόγια που δε λέγονται από τυπικότητα όπως όταν βλέπεις κάποιον αδιάφορο στο δρόμο. Λόγια ειλικρινή μαζί με μια εξίσου ειλικρινή απορία: Γιατί χαθήκαμε εμείς;
Λόγια που παρά τις σκέψεις αυτές μένουν στον αέρα.
Ένα τηλέφωνο σε γιορτές κι αργίες. Ή ένα τυπικό μήνυμα.
Και περνά η ζωή και νέα δεδομένα την κατακλίζουν
Γιατί;
Γιατί να χάνονται έτσι οι άνθρωποι; Γιατί όσους μοιράστηκαν κάποτε όνειρα, χαρές και λύπες, όσους δημιούργησαν μαζί στιγμές, τους χωρίζει η ζωή;
Χωρίς λόγο.
Απλά συμβαίνει όπως τόσα και τόσα.
Γιατί σε κάθε βήμα αλλάζουν οι άνθρωποι. Όχι για καλό, όχι απαραίτητα για κακό. Απλά αλλάζουν…
Άλλοτε για καλό κι άλλοτε για κακό.
Κι ολοένα να σκέφτονται με νοσταλγία στιγμές που πέρασαν. Που όμως δεν κυνηγούν να επαναλάβουν.
Άλλες εποχές θα πουν. Περασμένες… Μόνο μπροστά, πάντα μπροστά…
Κι όποιος του μέλλει να εμφανιστεί ξανά, με το καλό να έρθει.
Θα τον υποδεχτούν σα φίλο καρδιακό από τα παλιά. Από τη δική τους προσωπική ιστορία που φυλάνε στοργικά σε ένα κουτί αναμνήσεων με κομμένα εισιτήρια συναυλιών και πλοίων.
Και θα είναι λες και συνεχίζουν μια κουβέντα που έχει αρχίσει από καιρό. Που για κάποιο λόγο σταμάτησε και ξεκινά ξανά από το σημείο που την άφησαν.
Γιατί έτσι είναι οι επαφές των ανθρώπων που δεν τσακώθηκαν μήτε ψυχράνθηκαν ποτέ.
Δέντρο που διώχνει τα φύλλα του κι εκείνα πεισματικά ξαναφυτρώνουν. Ξανά και ξανά…
Γιατί ο άνθρωπος δε φτιάχτηκε στη μοναξιά. Δεν πλάστηκε γι’αυτή, δεν του ανήκει.
Ακόμη κι αν από καιρούς σε καιρούς την αποζητά σαν φίλη καρδιάκή, έρχονται άλλες ώρες που την αποδιώχνει. Και πολύ καλά της κάνει.
Τίποτα σαν τις σχέσεις των ανθρώπων. Τίποτα σαν το σμίξιμο φίλων χαμένων, δίχως λόγο, από καιρό.
Τίποτα σαν την αίσθηση πως πάντα θα υπάρχουν άνθρωποι να νοιάζονται και να προστρέχουν. Άνθρωποι που θα σηκώσουν το τηλέφωνο, θα χτυπήσουν το κουδούνι και θα εισβάλλουν στο χώρο του καθενός.
Στο κομμάτι της ζωής του που κάποτε τους παραχωρήθηκε και δεν το επέστρεψαν ποτέ. Αντίθετα, το κράτησαν για να γυρίσουν όταν πρέπει. Όταν τύχει… Όταν απλά συμβεί ή το κάνουν να συμβεί…
Γιατί μπορεί να χάνονται οι άνθρωποι, μα πάντα θα επιστρέφουν…