Ανανέωσε στην εποχή μας την παράδοση των μεγάλων υμνογράφων και ποιητών, γράφοντας άπταιστα και εμπνευσμένα στην γλώσσα του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού, του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, του Αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου.
Εγέμισε την Εκκλησία με εκατοντάδες ακολουθιών και με χιλιάδες ύμνων και τροπαρίων.
Μόνον το «Θεοτοκάριον» του είναι άξιο θαυμασμού. τί να πει κανείς για τους συνολικά τριάντα περίπου τόμους των ακολουθιών του;
Πώς μπόρεσε λοιπόν αυτός ο ερημίτης του Αγίου Όρους, χωρίς πανεπιστημιακή μόρφωση και φιλολογικές σπουδές, όχι μόνον να κατανοεί την λειτουργική γλώσσα, αλλά και να γράφει ύμνους εφάμιλλους των αρχαίων ποιητών;
Γιατί δεν έγραψε στην καθομιλουμένη τους ύμνους του;
Γιατί πράττουν το ίδιο και οι τόσοι άλλοι αξιόλογοι σύγχρονοι υμνογράφοι; Αγνοούν την ποιμαντική αναγκαιότητα, η οποία, αν υπήρχε, θα τους ανάγκαζε ασφαλώς να γράφουν στην δημοτική;
Αισθανόμαστε μεγάλη χαρά και τιμή, γιατί στο Συνέδριό μας παίρνει μέρος ένας χαρισματικός υμνογράφος, ο κ. Χαράλαμπος Μπούσιας, ο οποίος και θα μας ομιλήσει για την γλώσσα της σύγχρονης υμνογραφίας.
Σχετικώς πάντως με τον Γέροντα Γεράσιμο Μικραγιαννανίτη μπορώ να μεταφέρω την εξής πληροφορία, της οποίας ήμουν αυτήκοος μάρτυς. Προ ετών η Ιερά Μητρόπολη Βεροίας οργάνωσε επιστημονική ημερίδα για να τιμήσει τον Γέροντα Γεράσιμο, μετά βέβαια την κοίμησή του.
Όλοι οι εισηγητές αναφερθήκαμε με θαυμασμό και επαίνους στο υμνογραφικό του τάλαντο και στην μεγάλη προσφορά του, η οποία στο σύνολό της γράφτηκε στην αρχαία εκκλησιαστική γλώσσα.
Παρίστατο ως σύνεδρος και ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος κ. Χριστόδουλος, ως μητροπολίτης Δημητριάδος τότε. Το κλίμα του συνεδρίου ήταν φορτωμένο και φορτισμένο από το επίτευγμα της υμνογραφικής γλώσσης του Γέροντος Γερασίμου.
Έλαβε κάποια στιγμή τον λόγο ο Μακαριώτατος κ. Χριστόδουλος και για να δείξει την αγάπη και την εμμονή του μεγάλου υμνογράφου στην παραδοσιακή υμνογραφική γλώσσα, αποκάλυψε ότι ο π. Γεράσιμος τον επέπληξε αυστηρά, όταν πληροφορήθηκε ότι στον Βόλο, κατά τα πρώτα έτη της αρχιερατείας του και του νεανικού ποιμαντικού ενθουσιασμού του, ετέλεσε δοκιμαστικά μαθητικές λειτουργίες με ύμνους στην δημοτική γλώσσα.
Η αυστηρή εκείνη επίπληξη του Γέροντος Γερασίμου ανέστειλε και μάρανε την ανανεωτική εκείνη με τους νέους απόπειρα του Μακαριωτάτου, και ευχόμαστε το ίδιο να ισχύσει και σήμερα με όλους τους επισκόπους και πρεσβυτέρους που πειραματίζονται με τα λειτουργικά κείμενα.
Την ίδια άλλωστε ευλογημένη, παραδοσιακή και πατρική θέση του Αγίου Όρους, και της καθόλου Ορθοδόξου Παραδόσεως ανά τους αιώνες, εξέφρασε στην εμπνευσμένη εισαγωγική του ομιλία ο σεβαστός Γέροντας π. Μωυσής Αγιορείτης.
Την ενότητα αυτή περί του αν η μετάφραση των λειτουργικών κειμένων είναι πράγματι ποιμαντική αναγκαιότητα θα κλείσουμε με όσα έγραψε ο π. Μωυσής απευθυνόμενος στους υπευθύνους του περιοδικού «Σύναξη».
Γράφει μεταξύ άλλων: «Δεν θεωρώ ότι αυτό είναι το κύριο πραγματικό ποιμαντικό πρόβλημα. Είναι δημιουργημένο, κατασκευασμένο πρόβλημα. Μάλιστα προέρχεται από εκεί που δεν θα το περίμενες.
Δεν θεωρώ, επαναλαμβάνω, ότι είναι πραγματικής ποιμαντικής αναγκαιότητας… Σαράντα χρόνια μέσα στην Εκκλησία, δεν αισθάνθηκα ως εκκλησιαζόμενος εξουσιαζόμενος, αμυνόμενος, απομονωμένος, εξουθενημένος από τη γλώσσα της Θ. Λειτουργίας. Οι αμαρτίες μου μόνο μ’ έκαναν κουρασμένο και απρόσεκτο.
Δεν έννοιωσα μέσα στην εκκλησία αποκομμένος από τον κόσμο, σε μία “καθαρά ιδιωτική υπόθεση”, παρακολουθώντας μια “συνθηματική γλώσσα ολίγων”. Δεν μπορώ ασφαλώς να πω ότι από παιδί είχα πλήρη κατανόηση όλων των λεγομένων. Μήπως μπορώ να το πω τώρα;
Μήπως θα μπορέσω να το πω άραγε ποτέ; Μήπως δεν πρέπει μάλιστα όλα να τα καταλάβουμε με το μικρό μυαλό μας αμέσως και τώρα;
Μου έλεγε προ καιρού ένας Γέροντας: “Πενήντα χρόνια στο Άγιον Όρος και προχθές ένοιωσα στην αγρυπνία το Κύριε ελέησον”. Αν το λέγαμε “Κύριε ελέησε εμένα” θα το κατανοήσουμε πιο γρήγορα; Τι σημαίνει κατανόηση; Έχει σχέση με το βίωμα;
Πρέπει να κάνουμε τους πιστούς έξυπνους, να τα καταλαβαίνουν όλα γρήγορα; Γιατί να τα καταλάβουμε όλα αμέσως; Ποιος το επιλέγει και το επιτάσσει; Η λογική; Δεν νομίζω.
Μήπως πρέπει λιγάκι να υπομείνουμε ή να επιμείνουμε, να μελετήσουμε βαθύτερα, να προσευχηθούμε θερμά, να ελπίζουμε περισσότερο να εμπιστευθούμε τον Θεό, να καθαρθούμε για να φωτιστούμε;»