-
Αρχική > Τοπικά νέα > ΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ -ΑΛΙΘΗΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΦΑΝΟΥΛΑΣ ΘΕΟΧΑΡΗ

ΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ -ΑΛΙΘΗΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΦΑΝΟΥΛΑΣ ΘΕΟΧΑΡΗ

Πανηγύρι του 1962 στο Άργος Ορεστικό)

ΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
Μια φορά κι έναν καιρό, τα πολύ παλιά χρόνια, σε μια μικρή κωμόπολη ζούσε με τους γονείς του ένα μικρό κοριτσάκι η Φανούλα.
Ήταν μοναχοπαίδι και πολύ χαϊδεμένο παιδί. Όλη μέρα στην αγκαλιά της μάνας της και στους ώμους του πατέρα, όταν έπρεπε να πάνε μακριά, για να μην κουράζεται.
Τίποτε δεν της έλειπε. Και τι δεν είχε! Είχε δύο γιαγιάδες, η μια ψηλή και λεπτή, η άλλη κοντούλα και παχουλή, τρεις θείους καλούς και δύο θείες , που την λάτρευαν. Είχε και ένα μικρότερο ξαδερφάκι και παίζανε μαζί, όταν πήγαινε στο σπίτι της γιαγιάς Ζώϊνας.
Το αγαπούσε το ξαδερφάκι της, όμως ήταν μικρότερος και δεν της άρεσε να παίζει με μικρότερα παιδιά και επιπλέον ήταν αγόρι και έπαιζε αγορίστικα παιχνίδια. Κάρφωνε καρφιά στα ξύλα, κουβαλούσε πέτρες και λάσπη, τάχα πως θα χτίσει ένα σπιτάκι, για την αδέσποτη γάτα της γειτονιάς και όλο μέσα στα χώματα βρισκόταν.
Της έλειπε μία ξαδερφούλα, στην ηλικία της να παίζουν σπιτάκια με τις κούκλες. Να τις περιποιούνται, να τις βάζουν στον ύπνο, να τις λούζουν, να τις βαφτίζουν. Οι ξαδερφούλες της ζούσαν στο διπλανό χωριό και ήταν πολύ μεγαλύτερες και δεν είχαν τα ίδια ενδιαφέροντα. Πόσο της έλειπε μια ξαδερφούλα στην ηλικία της. Πόσο της έλειπε μια φίλη!
Βέβαια στον Παιδικό Σταθμό, που πήγαινε είχε φίλη την Ανθούλα, αλλά φύγανε οικογενειακώς, για την Μεγαλόπολη. Πόσο θα ήθελε να ήταν εδώ η Ανθούλα. Να γυρίζανε στο πανηγύρι χέρι χέρι να μην χαθούνε. Αν είσαι μόνος μπορεί να χαθείς. Αν είσαι με καλό φίλο δεν χάνεσαι ποτέ. Σκέφτηκε η Φανούλα. Παρ΄όλα αυτά η μαμά της δεν θα την άφηνε να πάει ούτε μόνη, ούτε με την Ανθούλα. Μόνο με την μαμά κάθε απόγευμα του πανηγυριού πηγαίνανε στην παράγκα με τα φαγητά, που είχαν στήσει στο πανηγύρι ο θείος Κώτσιος, για να τον βοηθήσει.
Ο Θείος Κώτσιος ήταν μάγειρας στον στρατό και μαγείρευε εξαιρετικά φαγητά. Σέρβιρε φαγητά ημέρας και ψητά της ώρας. Είχε ξεχωριστό μενού κάθε μέρα. Φασολάδα, γεμιστά, Πράσο με κρέας, λάχανο με κρέας, μπακαλιάρο σκορδαλιά με πουρέ ή πατάτες τηγανιτές και μακαρόνια με κιμά. Μοσχοβολούσε το δρομάκι. Έξω από την παράγκα και δίπλα από την πόρτα είχε τοποθετήσει μια ψησταριά και έψηνε σουβλάκια και λουκάνικα και κοκορέτσι.
Κάθε απόγευμα ο θείος της έδινε ένα καλοψημένο σουβλάκι και το έτρωγε με βουλιμία, αλλά και η Φανούλα βοηθούσε τον θείο. Κοιτούσε μην καούν τα σουβλάκια και τον φώναζε να τα γυρίσει.
Εκεί που έτρωγε είδε μια τσιγγάνα με την μακριά κλαρωτή φούστα της, που κρατούσε στο χέρι ένα κοριτσάκι, τσιγγανάκι, στην ηλικία της. Θα ήταν πέντε ή έξι χρονών. Το κοριτσάκι κοντοστάθηκε στα σουβλάκια, αλλά η μάνα το τράβηξε βιαστικά και κάτι είπε.
Την άλλη μέρα το κοριτσάκι ήρθε μόνο του στην παράγκα και στάθηκε απέναντι από την Φανούλα, που έτρωγε το σουβλάκι της. Ξυπόλητη η μικρούλα και εμφανώς ταλαιπωρημένη. -Έχει και αυτή πλεξουδάκια, όπως και εγώ σκέφτηκε η Φανούλα. Βέβαια αχτένιστα και λοζιασμένα. Κοίταξε τις δικές της καλοπλεγμένες πλεξούδες, που λάμπανε από καθαριότητα και τις στόλιζε ένα κοκαλάκι πασχαλίτσα και κατέληγαν σε μπούκλες. Τότε πρόσεξε πως το κοριτσάκι δεν φορούσε παπούτσια.
-Μα πως μπορεί και περπατάει ξυπόλυτη; Αναρωτήθηκε! Δεν την πληγώνουν οι πέτρες; Πως περπατάει στο καλντερίμι; Αλλά και στον χωματόδρομο τα αγκάθια;
Ένιωσε λύπη. Ποτέ δεν είχε νιώσει έτσι έως τώρα. Πάντα έβλεπε τα τσιγγανάκια με προκατάληψη. Αυτά κλέβουν είχε πει η μαμά της. Μερικές φορές είχε την επιθυμία να τραβήξει την μία πλεξούδα από ένα τσιγγανάκι. Μα τώρα ένοιωθε μια λύπη και μια γλυκιά συμπάθεια.
-Ένα παιδάκι είναι, όπως και εγώ! Είπε. Διαφέρουμε μόνο στα μάτια. Εγώ έχω γαλάζια, αυτή μαύρα. Διαφέρουμε και στο χρώμα. Αλλά και εμένα θα με έκαιγε και θα με μαύριζε ο ήλιος, αν γύριζα έξω στους δρόμους. Και θα μου πονούσαν τα πόδια, αν περπατούσα ξυπόλητη. Και θα πεινούσα, αν δεν είχα στα χέρια μου το σουβλάκι. Μα βέβαια πεινάει σκέφτηκε. Και χωρίς δεύτερη σκέψη, άπλωσε το χέρι πάνω στην ψησταριά και άρπαξε με βιάση ένα καλοψημένο σουβλάκι και το έδωσε στην τσιγγανούλα. Κάηκα λίγο στο δάχτυλο από την ψησταριά, αλλά θα περάσει σκέφτηκε η Φανούλα. Τα δύο κοριτσάκια το ένα απέναντι από το άλλο άρχισαν να τρώνε με πολύ όρεξη. Αντάλλαζαν βλέμματα και χαμόγελα. Πόσο πιο νόστιμο ήταν τώρα το σουβλάκι της Φανούλας. Το έκανε νόστιμο η έναρξη μιας φιλίας. Το νοστίμευσε η αγάπη. Τα πάντα νοστιμεύει η αγάπη!
Υ.Γ.
Η συνέχεια στο βιβλίο παραμυθιών, όταν εκδοθεί.
Top
Enable Notifications OK No thanks