Τρεις ειδικοί του ΕΚΠΑ απαντούν σε 10 ερωτήσεις για τις μη επεμβατικές μεθόδους προσυμπτωματικού ελέγχου στον καρκίνο παχέος εντέρου και τον ρόλο των σύγχρονων τεχνικών με το self-test.
Ειδικότερα, οι γιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής (Νοσοκομείο Αλεξάνδρα) της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ Θεοδώρα Ψαλτοπούλου (παθολόγος, καθηγήτρια Θεραπευτικής-Επιδημιολογίας-Προληπτικής Ιατρικής), δρ. Μαρία Καπαρέλου (παθολόγος-ογκολόγος), Παναγιώτα Ζαχαράκη (βιολόγος) και Θάνος Δημόπουλος (τ. πρύτανης ΕΚΠΑ, καθηγητής Θεραπευτικής – Ογκολογίας – Αιματολογίας, διευθυντής Θεραπευτικής Κλινικής) παραθέτουν ορισμένες από αυτές τις ερωτήσεις και τις αντίστοιχες απαντήσεις, όπως αναφέρει το ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Ο καρκίνος παχέος εντέρου βρίσκεται στα τρία συχνότερα νεοπλάσματα στην Ευρωπαϊκή Ένωση (EU Science Hub, δεδομένα Οκτωβρίου 2023) μαζί με τον καρκίνο του μαστού (πρώτος σε συχνότητα) και τον καρκίνο του προστάτη (τρίτος σε συχνότητα).
Οι τέσσερις πιο συχνές αιτίες θανάτου από καρκίνο στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ο καρκίνος του πνεύμονα (19,5% όλων των θανάτων από καρκίνο), που ακολουθείται από τον καρκίνο του παχέος εντέρου (12,3%), τον καρκίνο του μαστού (7,5%) και τον καρκίνο του παγκρέατος (7,4%).
Σε ποιους εμφανίζεται συχνότερα ο καρκίνος του παχέος εντέρου;
Εμφανίζεται τόσο σε άντρες όσο και σε γυναίκες, με μεγαλύτερη επίπτωση στους άντρες. Παρουσιάζεται, κυρίως, μετά την ηλικία των 50 ετών, μπορεί όμως να παρουσιαστεί σπανίως και σε μικρότερη ηλικία, με μεγαλύτερη πιθανότητα θανάτου, σύμφωνα με τα European cancer mortality predictions (2024).
Ποιοι είναι οι παράγοντες κινδύνου για την εμφάνιση καρκίνου του παχέος εντέρου; Και επομένως ποια είναι η πρωτογενής πρόληψη;
Υπάρχουν μη τροποποιήσιμοι και τροποποιήσιμοι παράγοντες κινδύνου για τον καρκίνο του παχέος εντέρου, σύμφωνα με το Knowledge for Policy (της ΕΕ).
Στους μη τροποποιήσιμους ανήκουν η μεγαλύτερη ηλικία, η γενετική προδιάθεση και το ιατρικό ιστορικό (όπως ατομικό ή οικογενειακό ιστορικό καρκίνου του παχέος εντέρου, ύπαρξη αδενωματωδών πολυπόδων, ατομικό ιστορικό χρόνιας φλεγμονώδους νόσου του εντέρου), όπως και το μεγαλύτερο ύψος ενήλικα.
Στους τροποποιήσιμους παράγοντες κινδύνου για την εμφάνιση καρκίνου του παχέος εντέρου ανήκουν η ανθυγιεινή διατροφή, η κατανάλωση αλκοόλ, η έλλειψη σωματικής δραστηριότητας, το κάπνισμα, όπως και η παχυσαρκία με τον σακχαρώδη διαβήτη τύπου ΙΙ.
Ποιος είναι ο προσυμπτωματικός έλεγχος (δευτερογενής πρόληψη) για τον καρκίνο του παχέος εντέρου;
Ο καρκίνος του παχέος εντέρου μπορεί να προληφθεί στο 90% των περιπτώσεων με την εφαρμογή προσυμπτωματικού ελέγχου. Τη διενέργεια, δηλαδή, ελάχιστα επεμβατικών ή μη επεμβατικών εξετάσεων για τον εντοπισμό μίας αλλοίωσης σε προκαρκινικό στάδιο (πολύποδας) ή ενός καρκίνου σε αρχόμενο ή πιο προχωρημένο στάδιο, και τη θεραπευτική αντιμετώπισή τους, οπότε και η πρόγνωση του ασθενούς είναι καλύτερη και οι πιθανότητες ίασης ιδιαίτερα αυξημένες.
Οι πιο πρόσφατες συστάσεις της European Commission Initiative on Colorectal Cancer αναφέρουν ότι σε ασυμπτωματικούς ενήλικες 50-69 ετών με μέτριο κίνδυνο καρκίνο παχέος εντέρου συνιστάται προσυμπτωματικός έλεγχος με οργανωμένο πληθυσμιακά πρόγραμμα. Ειδικότερα, εξέταση επιλογής θεωρείται η ανοσοϊστοχημική (self-test, Faecal Immunochemical Testing -FIT), η οποία, ανάλογα με το αποτέλεσμα, χρήζει να ακολουθηθεί με ενδοσκόπηση (κολονοσκόπηση). Το FIT είναι ένα τεστ που αναζητά μικροσκοπικά ίχνη αίματος στα κόπρανα (δεν φαίνονται με γυμνό οφθαλμό). Το αίμα στα κόπρανα μπορεί να προκληθεί από μία σειρά ιατρικών παθήσεων, αλλά μπορεί, επίσης, να είναι σημάδι καρκίνου του παχέος εντέρου. Αυτό το self-test (σε ειδική συσκευασία) μπορεί να διεξαχθεί στο σπίτι, με συλλογή δείγματος, ανάλυση του δείγματος αφού τοποθετηθεί στο ειδικό σημείο του self-test και διαθεσιμότητα των αποτελεσμάτων σε λίγα λεπτά.
Τι σημαίνει το αρνητικό αποτέλεσμα σε αυτήν την εξέταση;
Ένα αρνητικό αποτέλεσμα της εξέτασης σημαίνει ότι δεν βρέθηκε αίμα στα δείγματα και προς το παρόν δεν χρειάζονται περαιτέρω ενέργειες. Ένα αρνητικό αποτέλεσμα δεν σημαίνει ότι αποκλείεται ο καρκίνος του εντέρου ή ότι δεν θα εμφανιστεί ποτέ καρκίνος του εντέρου. Αυτό συμβαίνει γιατί ορισμένοι καρκίνοι του εντέρου δεν αιμορραγούν ή αιμορραγούν μόνο μερικές φορές και διότι το τεστ προσυμπτωματικού ελέγχου για τον καρκίνο του εντέρου ανιχνεύει τη συντριπτική πλειοψηφία, αλλά όχι όλους τους καρκίνους του παχέος εντέρου.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο είναι σημαντικό το τεστ προσυμπτωματικού ελέγχου να διεξάγεται ανά 1-3 χρόνια. Εάν το αποτέλεσμα δοκιμής είναι αρνητικό, δεν χρειάζεται κάποια άλλη ενέργεια. Εάν υπάρχουν συμπτώματα καρκίνου του εντέρου (που δεν είναι ειδικά, αλλά θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν αίμα στα κόπρανα, αλλαγή στις συνήθειες του εντέρου, απώλεια βάρους, κοιλιακά άλγη), ακόμη και μετά από ένα αρνητικό αποτέλεσμα της εξέτασης, χρειάζεται άμεση επίσκεψη σε γιατρό.
Τι σημαίνει το θετικό αποτέλεσμα σε αυτήν την εξέταση;
Ένα θετικό αποτέλεσμα της δοκιμής σημαίνει ότι κάποια μικρογραμμάρια αιμοσφαιρίνης (πρωτεΐνη που βρίσκεται στα ερυθρά αιμοσφαίρια) βρέθηκαν στα κόπρανα. Ένα θετικό αποτέλεσμα δεν σημαίνει πάντα καρκίνο του εντέρου. Υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους υπάρχει αίμα στα κόπρανα, και οι περισσότεροι από αυτούς δεν σχετίζονται με τον καρκίνο.
Εάν το αποτέλεσμα της εξέτασης είναι θετικό, θα πρέπει να προγραμματιστεί μία επίσκεψη στον γιατρό για να διερευνηθεί τι προκαλεί την αιμορραγία. Ο γιατρός πιθανότατα θα παραπέμψει σε κολονοσκόπηση.
Τι σημαίνει ασαφές αποτέλεσμα σε αυτήν την εξέταση;
Το ασαφές αποτέλεσμα το αξιολογούμε ως θετικό αποτέλεσμα.
Σε τι μας βοηθά αυτή η εξέταση και ποια είναι τα μειονεκτήματά της;
Με στόχο τη βελτίωση της συμμόρφωσης, μη παρεμβατικές τεχνικές προσυμπτωματικού ελέγχου, όπως είναι ο έλεγχος της αιμοσφαιρίνης στα κόπρανα και ο έλεγχος DNA στα κόπρανα, μπορούν να χρησιμοποιηθούν. Αυτές οι εξετάσεις, όμως, έχουν μικρότερη ευαισθησία και ειδικότητα, πρέπει να επαναλαμβάνονται ανά 1-3 χρόνια και προϋποθέτουν τον έλεγχο με κολονοσκόπηση επί θετικών αποτελεσμάτων.
Τι κάνουμε σε περίπτωση αυξημένου κινδύνου για εμφάνιση καρκίνου του παχέος εντέρου;
Σε περίπτωση αυξημένου κινδύνου συνεννοούμαστε με τον γιατρό μας, ώστε να μας ενημερώσει για την ηλικία έναρξης, τη συχνότητα και τον τρόπο διεξαγωγής του προσυμπτωματικού ελέγου. Η καθιερωμένη πρακτική προσυμπτωματικού ελέγχου για τον καρκίνο του παχέος εντέρου περιλαμβάνει τη διενέργεια κολονοσκόπησης ανά 5-10 έτη με ηλικία έναρξης τα 45 με 50 έτη για τον γενικό πληθυσμό. Η κολονοσκόπηση, όμως, αποτελεί ήπια επεμβατική διαδικασία και τα ποσοστά συμμόρφωσης με το πρόγραμμα προσυμπτωματικού ελέγχου είναι ως εκ τούτου μικρότερα. Γι αυτό, η χρήση κατ’ αρχήν self test, μπορεί να συντελέσει ώστε να επιτευχθούν οι στόχοι της προσυμπτωματικής διάγνωσης του καρκίνου του παχέος εντέρου.
ΕΝΙΚΟΣ