ο 2022, το ένα τέταρτο των ενηλίκων (25,3%) στην Ευρωπαϊκή Ένωση σε ηλικία εργασίας (δηλαδή 25 – 64 ετών) ανέφεραν ότι δεν γνωρίζουν καμία ξένη γλώσσα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, κατά μέσο όρο το 74,6% των πολιτών της Ένωσης γνωρίζει μία ή και περισσότερες ξένες γλώσσες. Από αυτούς, το ποσοστό που ανέφερε ότι μιλά τουλάχιστον μία ήταν στο 37,6%, ενώ ένα 24,7% δήλωσε ότι μιλά δύο ξένες γλώσσες. Οι Ευρωπαίοι που μιλούν 3 ή και παραπάνω γλώσσες αντιστοιχούν σε ποσοστό 12,3%.
Στην Ελλάδα, το ποσοστό των πολιτών που γνωρίζουν τουλάχιστον μία ξένη γλώσσα είναι λίγο κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο στο 71,2%. Έτσι, το ποσοστό εκείνων που δεν γνωρίζουν καμία είναι γύρω στο 30%.
Την πρωτιά κατέχει η Σλοβενία με 96%, ακολουθεί η Σουηδία με 95,8%, η Εσθονία με 95,5%, η Λιθουανία με 95,3%, ενώ τα ποσοστά είναι πάνω από 90% σε Λετονία, Λουξεμβούργο, Ολλανδία, Φινλανδία, Κύπρο και Δανία.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στη Σλοβενία, ένα εντυπωσιακό ποσοστό 56,3% γνωρίζει περισσότερες από 3 γλώσσες και ακολουθεί το Λουξεμβούργο με 54,1%. Η τετράδα συμπληρώνεται με την Ολλανδία (40,2%) και την Φινλανδία (38,1%).
Από την άλλη το αντίστοιχο ποσοστό για την Ουγγαρία, την Ελλάδα, την Βουλγαρία και την Ρουμανία, ήταν λιγότερο από 4%.
Η εκμάθηση ξένων γλωσσών δεν προκαλεί εντύπωση ότι είναι πιο διαδεδομένη στις νεότερες ηλικίες με ποσοστό 84,4% των νέων 25-34 ετών στην Ευρωπαϊκή Ένωση να γνωρίζουν τουλάχιστον μία. Το ποσοστό μειώνεται όσο ανεβαίνουμε ηλικιακές ομάδες, με το χαμηλότερο να καταγράφεται μεταξύ των ατόμων ηλικίας 55-64 ετών στο 65%.
Το χάσμα γενεών στην γλωσσομάθεια είναι αρκετά μεγάλο στην Ελλάδα καθώς το 87,6% των ατόμων 25-34 γνωρίζουν μία έστω ξένη γλώσσα σε αντίθεση με το 51,9% για τους 55-64 ετών, μία διαφορά 35,7 ποσοστιαίων μονάδων. Σημαντικές διαφορές της τάξεως των 29-36 μονάδων καταγράφονται επίσης στην Πολωνία, την Ουγγαρία και τη Ρουμανία.
Οι αριθμοί διαφέρουν από χώρα σε χώρα και είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι καθώς κάποια ευρωπαϊκά κράτη διαθέτουν περισσότερες από μία επίσημες γλώσσες όπως για παράδειγμα το Βέλγιο (Γερμανικά, Γαλλικά και Ολλανδικά) και έτσι ως «ξένη» ορίζεται κάθε γλώσσα διαφορετική από αυτή που χρησιμοποιεί κανείς στην οικία του. Επιπλέον, καθώς στην ΕΕ κατοικούν και πολίτες που δεν έχουν γεννηθεί σε ευρωπαϊκό κράτος, ως ξένη γλώσσα σε αυτή τη περίπτωση ορίζεται η γλώσσα του κράτους στο οποίο διαμένουν.
Η ανάλυση των δεδομένων ανά φύλο αποκαλύπτει ότι δεν υπήρχε σχεδόν καμία διαφορά μεταξύ των δύο φύλων στις γλωσσικές δεξιότητες. Το 2022, ένα ελαφρώς υψηλότερο ποσοστό ανδρών δεν γνώριζε καμία ξένη γλώσσα ή γνώριζε μόνο 1 (25,5% και 39,2% αντίστοιχα), σε σύγκριση με με τις γυναίκες (25,2% και 36,1% αντίστοιχα).
Ένα ακόμα στοιχείο που προκύπτει, είναι ότι η γνώση μίας ή και περισσότερων ξένων γλωσσών απαντάται συχνότερα σε νεότερα άτομα, μορφωμένα και εργαζόμενα.