Οι ευρωπαϊκές αρχές βρίσκονται σε εγρήγορση για την καταπολέμηση της απάτης στο ελαιόλαδο, με εκπροσώπους των αγροτών να κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου σχετικά με τις επιπτώσεις τέτοιων πρακτικών για τους καταναλωτές.
Ειδικότερα, αν και ΕΕ είναι ο ισχυρότερος στην παραγωγή για ελαιόλαδο στον κόσμο, αντιπροσωπεύοντας περίπου το 65% της παγκόσμιας παραγωγής, ωστόσο, λόγω των δυσμενών κλιματικών συνθηκών, οι τελευταίες συγκομιδές ήταν μειωμένες.
Η ανοδική αυτή πορεία της τιμής του ελαιολάδου έχει δώσει έδαφος να αυξηθούν οι απάτες. Ο πρόεδρος της ομάδας εργασίας των ευρωπαϊκών συνεταιριστικών οργανώσεων Copa – Cogeca, Φερνάντο ντο Ροσάριο, ο οποίος είναι και ο ίδιος παραγωγός, κρούει τον κώδωνα προς κάθε αρμόδια αρχή προκειμένου να μπει τέλος σε τέτοιου είδους πρακτικές, που στόχο έχουν μόνο την αισχροκέρδεια επιτηδείων.
Ακριβώς αυτή η άνοδος των τιμών, έστρεψε τους καταναλωτές σε φθηνότερες εναλλακτικές λύσεις, ενώ, όπως επισημαίνει ο Φερνάντο ντο Ροσάριο «οι έμποροι μπορεί να μπουν στον πειρασμό να προσφέρουν επιλογές χαμηλότερου κόστους, αυξάνοντας έτσι τον κίνδυνο απάτης σε μια αγορά γνωστή για την ποιότητα και τις αιώνιες παραδόσεις της».
Δυστυχώς όμως, η απάτη στον τομέα του ελαιολάδου δεν αποτελεί νέα απειλή. Το ελαιόλαδο είναι ένα προϊόν υψηλής αξίας και ο πειρασμός για τους ασυνείδητους να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους εις βάρος των καταναλωτών και της ποιότητας του προϊόντος παραμένει. Όταν οι καταναλωτές δεν είναι εξοικειωμένοι με τις διαφορές μεταξύ των διαφόρων τύπων ελαιολάδου, οι πρακτικές απάτης γίνονται πιο διαδεδομένες.
Μια πρακτική που συνηθίζεται στον τομέα του ελαιολάδου είναι η ανάμειξη διαφορετικών φυτικών ελαίων. Ήδη, οι Copa- Cogeca, έχουν θέσει ζήτημα σχετικά με τα ισχύοντα πρότυπα εμπορίας της ΕΕ, για τα οποία ζητάει τη μεταρρύθμισή τους. Ειδικότερα, ζητήθηκε η δυνατότητα απαγόρευσης της πώλησης μειγμάτων ελαιολάδου σε χώρες όπου δεν επιτρέπεται η παραγωγή τους.
Επί του παρόντος, οι κανόνες της ΕΕ επιτρέπουν τη νόμιμη ανάμειξη ελαιολάδων με άλλα φυτικά έλαια. Τα κράτη μέλη όμως μπορούν να επιλέξουν να απαγορεύσουν τέτοιες αναμείξεις στην επικράτειά τους. Η πολιτική αυτή αποσκοπεί στην προστασία και την προώθηση της ποιότητας του αγνού ελαιολάδου και στη μείωση του κινδύνου παραπλάνησης των καταναλωτών.
Ωστόσο, υπάρχει ένα… παραθυράκι: εάν το ελαιόλαδο από ένα κράτος μέλος που απαγορεύει την ανάμειξη εξάγεται σε άλλη χώρα της ΕΕ όπου αυτή επιτρέπεται, το αναμεμειγμένο ελαιόλαδο μπορεί να επανεισαχθεί και να πωληθεί στο αρχικό κράτος.
Αν και αυτό είναι τεχνικά νόμιμο, όπως επισημαίνει ο πρόεδρος της ομάδας εργασίας για το ελαιόλαδο, υπονομεύει την πρόθεση της αρχικής απαγόρευσης, καθώς επιτρέπει στο χαρμάνι να «φύγει από την μπροστινή πόρτα και να επιστρέψει από την πίσω». Οι καταναλωτές δικαιούνται να γνωρίζουν ότι όταν αγοράζουν ελαιόλαδο, παίρνουν αγνό ελαιόλαδο και όχι μείγμα με προϊόντα χαμηλότερης ποιότητας.
Εκτός από την αντιμετώπιση του ζητήματος των μειγμάτων, οι ευρωπαϊκές οργανώσεις πρέπει να επικεντρωθούν στον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζεται το ελαιόλαδο στους καταναλωτές.
Ορισμένα κράτη μέλη έχουν εφαρμόσει αυστηρότερους κανονισμούς που απαιτούν μη επαναγεμιζόμενες φιάλες για το ελαιόλαδο σε εστιατόρια και επιχειρήσεις εστίασης. Αυτές οι φιάλες διασφαλίζουν ότι αυτό που σερβίρετε είναι γνήσιο ελαιόλαδο και όχι υποκατάστατο χαμηλότερης ποιότητας.
«Η εναρμόνιση αυτών των κανόνων σε ολόκληρη την ΕΕ όχι μόνο θα προωθούσε τη συνοχή της εσωτερικής αγοράς και θα διευκόλυνε το εμπόριο, αλλά θα εξασφάλιζε επίσης συνεπή ασφάλεια και ποιότητα των προϊόντων και προστασία των καταναλωτών», σημειώνεται.
Προτρέπουν μάλιστα τον τομέα του ελαιολάδου, τις οργανώσεις καταναλωτών και τα θεσμικά όργανα της ΕΕ να συνεργαστούν για την ενίσχυση της ιχνηλασιμότητας και της προστασίας των καταναλωτών, με έμφαση στα μείγματα και τις συσκευασίες, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι το ελαιόλαδο θα παραμείνει ένα προϊόν υψηλής ποιότητας.
Σημαντικό αντίπαλο για τον ευρωπαϊκό τομέα ελαιολάδου αποτελεί ο ανταγωνισμός από γειτονικές χώρες της λεκάνης της Μεσογείου, όπως η Βόρεια Αφρική και η Μέση Ανατολή. Παρόλο που οι περιοχές αυτές αντιμετωπίζουν παρόμοιες κλιματικές προκλήσεις, το κόστος παραγωγής τους είναι πολύ χαμηλότερο από εκείνο της Ευρώπης. Χώρες όπως η Τυνησία, για παράδειγμα, εξάγουν ετησίως περισσότερους από 56.000 τόνους ελαιολάδου στην ΕΕ, χωρίς δασμούς, από το 1998.
Όπως εκτιμάται, αν και οι εισαγωγές αυτές μπορούν να συμβάλουν στη μείωση των τιμών σε περιόδους έλλειψης, θα πρέπει να θεωρηθούν ως προσωρινή λύση.
Η στροφή των ευρωπαίων καταναλωτών προς ελαιόλαδο από τρίτες χώρες αποτελεί απειλή για τα πρότυπα παραγωγής υψηλής ποιότητας της ΕΕ. Τα τελευταία χρόνια, λόγω της μειωμένης παραγωγής της ΕΕ, έχουν αυξηθεί οι εισαγωγές από τρίτες χώρες όπως η Χιλή και η Αργεντινή.
Ενώ οι ευρωπαίοι παραγωγοί δεσμεύονται να τηρούν τα εργασιακά δικαιώματα, τα περιβαλλοντικά πρότυπα και την οικονομική βιωσιμότητα, οι ίδιες εγγυήσεις δεν ισχύουν πάντα για τις εισαγωγές από χώρες εκτός ΕΕ.
Πάντως μια νέα νομοθετική εντολή της ΕΕ θα δώσει προτεραιότητα στην προστασία του ελαιολάδου, ενώ παραμένει επιτακτική ανάγκη ανάληψης δράσης για τη διατήρηση της ακεραιότητας και της ποιότητας αυτού του εμβληματικού προϊόντος, εξασφαλίζοντας το μέλλον του σε μια ολοένα και πιο ανταγωνιστική παγκόσμια αγορά.
Αγρότες: Καμπανάκι ΕΕ για απάτες στο ελαιόλαδο- Σε αναβρασμό για κρούσματα αισχροκέρδειας