Γράφει η Άντζελα Καμπέρου
Άσε το σώμα σου να ριγήσει από τον πόνο, τα μάτια σου να στεγνώσουν, να μην έχουν άλλα δάκρυα να ρίξουν.
Άσε την ψυχή σου να μαυρίσει πριν της ρίξεις φως. Άσε την να θρηνήσει, να πονέσει.
Άσε το μυαλό σου να κάνεις εκατοντάδες σκέψεις, να βυθιστείς στη μοναξιά του, να πάρεις αποφάσεις που κόβουν σαν μαχαίρια.
Άσε τα χείλη σου να τρεμίσεις από το κλάμα και τη φωνή σου να βγεις αβίαστα μέσα από τον λαιμό σου.
Άστο να σε πονέσει. Μέχρις ότου να μην πονάει πια.
Ζήσε το με κάθε μυ του σώματός σου. Άσε τα πνευμόνια σου να στερέψεις από οξυγόνο καθώς θα φωνάζεις μέσα σε ένα μαξιλάρι.
Άσε τα μάγουλά σου να τα κάψεις τα δάκρυα αφήνοντας πίσω τους αλμυρές άσπρες γραμμές.
Άσε το μυαλό σου να κουραστείς από τις πολλές σκέψεις. Άστο να στερέψεις πριν προλάβεις να το ξαναγεμίσεις.
Επετρεψε στον πόνο να έρθει και να μείνει για λίγο, μην τον διώξεις βιαστικά.
Άστο να σε πονέσει μέχρι να καταλάβεις πως δεν πονάει άλλο.
Πως πέρασε κι αυτό.
Πως ήταν μια καταιγίδα που σε γονάτισε αλλά εσύ μπόρεσες να σηκωθείς στα πόδια σου.
Πως πέρασε έναν τυφώνα από τη ζωή σου που μπορεί να άφησε υλικές καταστροφές έφερε όμως μαζί του αποθέματα ψυχικής δύναμης.
Φαντάσου τώρα να μην το είχε αφήσει να σε πονέσει. Να το έδιωχνες βιαστικά και να έκανες σαν να μην τρέχει τίποτα.
Το φαντάστηκες;
Ακόμα και η πιο μικρή αναπόδια που ήταν αφορμή να πέσεις στα πατώματα. Και τότε ήταν που δεν θα μπορούσε να ξανασηκωθεί.
Άστο να σε πονέσει μέχρι να μην πονάει άλλο πια.
Και ο πόνος καλό κάνει καμιά φορά.
Ζήσε το μέχρι να πεις πως τώρα είσαι καλά, πως τώρα δεν πονάς.
Πέρασε κι αυτό.