• Μια φορά κι ένα καιρό υπήρχαν οι καστοριανές βάρκες.
• Εκείνες οι λιμνίσιες πλάβες με την πεπλατυσμένη καρίνα που ήταν ειδικά φτιαγμένες να αντιμετωπίζουν τις ιδιαιτερότητες της Ορεστιάδας.
• Τα ρηχά της νερά, τα βαλτώδη σημεία, τους καλαμώνες, τις μακρόσυρτες νηνεμίες αλλά και τους θυμωμένους βοριάδες, την μεταφορά φορτίων κι ανθρώπων, το ψάρεμα με το μπιζόβουλο και τόσα άλλα. Οι βάρκες αυτές που τοπικά έφεραν το βαρύτιμο προσωνύμιο ‘καράβια’ και για τις οποίες μέχρι και δημοτικά τραγούδια φτιάχτηκαν. • «Κίνησαν τα καράβια, τα Καστοριανά ,μωρέ γιε μου. Κίνησε κι ο καλός μου, να πάει στην ξενιτιά….»
• Η πρώτη αναφορά για αυτά τα πλοιάρια υπάρχει στην Αλεξιάδα της Αννας Κομνηνής και η τελευταία προβλέπεται πως θα υπάρξει οσονούπω.
• Γιατί οι βάρκες αυτές που κάποτε ήταν το σήμα κατατεθέν της Καστοριάς κι ολόκληρη η πόλη περιζωνόταν από τα αγκυροβόλια τους έχουν γίνει είδος προς εξαφάνιση.
• Κάποτε όλα τα παραλίμνια σπίτια είχαν από μία ή δύο. Πριν κατασκευαστούν οι παραλίμνιοι δρόμοι οι αυλές των πρώτων σπιτιών κατέληγαν στην λίμνη και στις ‘αυγατές’ τους αυτές υπήρχαν αγκυροβόλια. Οι καστοριανές βάρκες ήσαν τότε για τους ανθρώπους της εποχής ό,τι είναι σήμερα για εμάς τα αυτοκίνητα: Μέσα μεταφοράς φορτίων και ανθρώπων, οι καναγκιορίσιες, σα να λέμε, συγκοινωνίες.
• Οι καστοριανοί είχαν πάθος με την λίμνη τους. Ηταν στενά συνδεδεμένοι με αυτή και ένας μεγάλος αριθμός τους βιοποριζόταν από το ψάρεμα. Μέχρι την δεκαετία του 60 τουλάχιστον τα καστοριανά καράβια ήταν πάμπολα και έδιναν τροφή και εργασία σε ένα σωρό ανθρώπους. Πέρα από τους ψαράδες υπήρχαν οι πορτομάνοι κι οι μεταφορείς στην γραμμή Μαυρόβου- Καστοριάς ή Δισπηλιού- Καστοριάς υπήρχαν και ένα σωρό ξυλουργοί και καραβομαραγκοί που κατασκεύαζαν νέα ή επιδιόρθωναν τις αβαρίες στα παλιά σκάφη. Ολες οι δημόσιες παραλίες και οι κολπίσκοι γινόντουσαν ευκαιριακοί ταρσανάδες.
• Παλούκια ήταν καρφωμένα περιμετρικά στους μώλους και η κάθε βάρκα, ο κάθε νοικοκύρης είχαν το δικό τους.
• Η αστική ανάπτυξη όμως από τις δεκαετίες του 70 και μετά άρχισε να φέρνει την απαξίωση και την φθορά. Οι καστοριανοί στράφηκαν σε πιο επωφελείς εργασίες και άρχισαν να αποστασιοποιούνται από την λίμνη. Τα καράβια μετατράπηκαν σε κυριακάτικα μέσα για το χόμπυ του ψαρέματος. • Και καθώς η κατασκευή κι η συντήρηση τους κόστιζε, καθώς τα υλικά γινόντουσαν όλο και πιο ακριβά σιγα-σιγά την θέση τους άρχισαν να παίρνουν τα πλαστικά σκάφη, τα κρις κραφτ με τις μεγάλες ταχύτητες και τα αβύθιστα φουσκωτά.
• Μετά απλώθηκε και η μόδα του παράκτιου ψαρέματος εκείνη η γραφικότητα των ψαράδων με τα 20 καλάμια ο καθένας, με τις αραχτοπολυθρόνες τους και τα πανάκριβα αντίσκοινα για τις νυχτερινές βάρδιες, και έτσι τα κακόμοιρα τα καράβια απέμειναν ορφανά στα μουράγια τους και αφέθηκαν να σαπίζουν κι ένα-ένα να βουλιάζουν.
• Ο τελευταίος αξιόλογος καραβομαραγκός ήταν ο Γιάννης ο Καλλίνικος πουχε στημένο τον ταρσανά του απέναντι από την νότια πόλη στον μικρό κολπίσκο του ΔΗΝΑΚ.
• Όταν έφυγε κι αυτός από την ζωή ένας άνθρωπος έμεινε πλέον σε ολόκληρη την Καστοριά να ξέρει την τέχνη, ο Βαγγέλης ο Παπαδόπουλος που μαθήτευσε αρκετά χρόνια κοντά του. Αλλά διάλεξε κι αυτός κάποιο άλλο επάγγελμα οπότε η καραβοκατασκευή στην Καστοριά έγινε πια ένα κενό γράμμα κι ένα αντικείμενο για τα βιβλία Ιστορίας.
• Σήμερα σ’ ολόκληρη την Ορεστιάδα είναι ζήτημα να έχουν απομείνει πια μισή ντουζίνα πλεύσιμα τέτοια σκάφη αλλά και από αυτά τα μισά είναι μετασκευασμένα κι αγνώριστα.