Α) Ο πρώτος (πατήρ Τιμόθεος) γεννήθηκε στο Βεληκεσέρ (αποθήκη μελιού) της Μ.Ασίας το 1906 από ευσεβείς γονείς. Ο πατέρας του, ο π.Σταύρος, ήταν αγαθός και πιστός ιερεύς. Το 1922, μετά τη Μικρασιατικήν Καταστροφήν ήλθε ως πρόσφυγας να εγκατασταθή μετά της οικογενείας του στη Θεσσαλονίκη. Ο παπά Σταύρος ιεράτευσε στο ναό Προφήτου Ηλιού της Άνω Πόλεως. Στη Μ.Ασία ο π.Τιμόθεος έμαθε μόνο τα γράμματα του Δημοτικού. Είχε μεγάλη έφεση να σπουδάσει ώστε να μπορέσει μια μέρα να υπηρετήσει τον Θεό. Γι’ αυτό πήγε στη Αθωνιάδα Σχολή του Αγίου Όρους το 1931 –ήταν τότε 25 ετών- όπου φοίτησε 4 χρόνια. Αν και δεν είχε πιστοποιητικό φοιτήσεως στην στοιχειώδη εκπαίδευση στην Μ.Ασία τον δέχτηκαν και ενέγραψαν στην 4η τάξη. Στην από 14.11.1931 επιστολήν του προς τους γονείς του από την Αθωνιάδα Σχολήν εκφράζει όλη τη χαρά, ευχαριστία και ενθουσιασμό του γιατί η θεία Πρόνοια τον έφερε στο Άγιον Όρος. Στην Σχολή ήταν αριστούχος σε όλα τα μαθήματα. Επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη στους δικούς του και εν συνεχεία βρέθηκε στον Βόλο. Εκεί εγνώρισε τον Μητροπολίτην Δημητριάδος Ιωακείμ, τον οποίο σεβόταν και θεωρούσε γέροντά του. Στην Ιερά Μονή Ξενιάς εκάρη μοναχός και εν συνεχεία το 1937 χειροτονείται διάκονος. Σε επιστολή προς τους γονείς του εκφράζει την ανεκλάλητη χαρά και τα ρίγη συγκινήσεως που τον διακατέχουν, κύματα χαράς και φόβου που τον κατακλύζουν γιατί θα εκείρετο μοναχός και εν συνεχεία διάκονος με ανάδοχον τον π.Σωκράτη Αναζιλήν και χειροτονούντα τον άγιον ιεράρχην Δημητριάδος κ.Ιωακείμ. Στο Βόλο εργάσθηκε επί 3ετίαν (1937-1940) με μεγάλον ιεραποστολικό ζήλον για τη διάδοση της Αγίας Γραφής. Μετά τριετή διαμονή εγγράφεται στη Θεολογική Σχολήν Αθηνών.
Πατήρ Τιμόθεος Παπαμιχαήλ, 1906-1954
Κατά τη φοίτησή του, ηλικίας 35 ετών, προσείλκυσε τη βαθεία εκτίμηση των κατά πολύ νεώτερων συμφοιτητών του. Ήταν ολιγόλογος, σεμνός εις εαυτόν συγκεντρωμένος, αδειλείπτως προσευχόμενος κληρικός. Όσοι τον εγνώριζαν εκ του πλησίον τον προσέβλεπαν με δέος, ανάλογα προς αυτόν που εμπνέει η απόκρημνος αρετή του Μ.Βασιλείου (όπως έγραψε ο λογοτέχνης θεολόγος Βασ.Μουστάκης). Ανήκε, κατά τον Βασ.Μουστάκη, εις την χορείαν των εκλεκτών που προκαλούν ίλιγγο με το ύψος της τελειότητας των και με την ακρίβειαν που χαρακτηρίζει την προσήλωσιν εις πάσας τας απαιτήσεις του Ευαγγελικού νόμου. Πέριξ αυτού εσχηματίσθη ομάς 20 περίπου συμφοιτητών του, οι οποίοι έπλαθον όνειρα δια μίαν μελλοντικήν εν τη Εκκλησία συνεργασίαν (γράφει ο π.Αυγουστίνος Καντιώτης). Τελικά καίτοι δούλεψε πολύ προετοιμαστικά δεν έγινε τίποτε, διότι δεν ήταν δυνατόν να ακολουθήσουν τα βήματα του π.Τιμοθέου (λέγει Β.Μουστάκης). Το 1945, μετά τις σπουδές του, ήλθε στη Μητρόπολη Κοζάνης όπου ο τότε Μητροπολίτης Κωνσταντίνος τον εχειροτόνησε πρεσβύτερο και τον διόρισε ιεροκήρυκα. Ακόμη τον ενθυμούνται οι Κοζανίτες τον φλογερό ιεροκήρυκα για την αγάπη που είχε για το Χριστό. Καιγόταν κυριολεκτικά πάνω στον άμβωνα και επιδρούσε στους ακροατές του (όπως σημειώνει ο διάδοχός του π.Συμεών Κραγιόπουλος). Συγχρόνως δημιούργησε φροντιστήρια κατηχητριών στις κοπέλες που ήταν υπεύθυνος. Ίδρυσε ιδιαίτερη αδελφότητα νέων και νεανίδων υπό την επωνυμία «Σχολείον Χριστού» (γράφει ο μαθητής του Ζήνων Τρικούκης. Το 1946 –μετά ένα χρόνο παραμονής στην Κοζάνη – ήλθε στη Θεσσαλονίκη, όπου εργασθηκε μέχρι την κοίμησή του (1946-1954). Το κύριο έργο του π.Τιμοθέου εδώ στη Θεσσαλονίκη κράτησε 7-8 χρόνια. Τον Οκτώβριο του 1953 αναχώρησε για τη Λυών της Γαλλίας για ευρύτερες σπουδές και εκοιμήθη εκεί την 23.1.1954. Στη Θεσσαλονίκη εργάσθηκε στα πλαίσια της εκκλησιαστικής οργανώσεως με το όνομα «Αποστολική Διακονία» που μετονομάσθηκε σε «Απολύτρωση». Η πνευματική εργασία του στα 7-8 χρόνια τα τελευταία της σύντομης ζωής του (48 ετών) ήταν γεμάτα από υπερεντατική δράση. Τις Κυριακές λειτουργούσε και μιλούσε στους ναούς της Λαοδηγητρίας, Αγίου Γεωργίου (δίπλα στη Ροτόντα), λίγο καιρό και στον Άγιο Δημήτριο. Την τελευταία διετία προ της αναχωρήσεως του στη Λυών, στον ναό της Υπαπαντής. 3-4 φορές την εβδομάδα διδασκαλία, συνεχής εξομολόγησις, τέλεσις κατανυκτικής θ.Λειτουργίας, διοργάνωση της πνευματικής επιστασίας οικοτροφείων απόρων φοιτητών στο χώρο του κτιρίου (Πέλοπος 2) της αδελφότητας «Απολύτρωσις», ίδρυσις ιδιαιτέρας αδελφότητας νέων και νεανίδων υπό την επωνυμίαν «Σχολείον Χριστού», σύνταξις δύο περιοδικών (Απολύτρωσις και Αγιογραφικά Θέματα με άριστην οικοδομητικήν ύλην, αποπνέουσαν το άρωμα της εν Χριστώ μυστικής ζωής ην έζη, συγγραφή βιβλίων, συχνή αλληλογραφία με πολλούς φίλους και συνεργάτες. Ίδρυσε περί τα 30 κατηχητικά σχολεία, τα οποία παρακολουθούσε αγρύπνως και επάνδρωσε με κατηχητές και κατηχήτριες πνευματικά του παιδιά. Επίσης ίδρυσε το 1947 (τη Μ.Παρασκευή) το «Σχολείο του Χριστού» ως θρησκευτικό σωματείο με κλάσεις, ομάδες σε μικρά τμήματα και γινόταν σ’ αυτά εργασία σε βάθος. Οι συνεργάτες του φτωχοί και μικροί στην ηλικία αλλά εμπνευσμένοι από τον π.Τιμόθεο έκαναν το έργο του Χριστού. Έγραφε στο περιοδικό «Απολύτρωσις», άρθρα τα οποία δημοσίευσε και ως βιβλία, όπως «Αξιοποιήστε τη ζωή σας», «Με το φίλο της καρδιάς μου», «Μένειν εν Χριστώ». Σε άλλα περιοδικά που εξέδιδε «Απολύτρωσις» και τα «Αγιογραφικά θέματα» η θεματολογία ήταν από την Παλαιά Διαθήκη. Σ’ αυτά λίγο προ της αναχωρήσεως του για την Λυών έγραψε ένα συγκλονιστικό κείμενο για τους σπουδαστές της Θεολογίας με θέμα «το ύψος της ιερωσύνης». Τα «Αγιογραφικά θέματα» τα κυκλοφορούσε σε χιλιάδες αντίτυπα, τα διένειμε δωρεάν στα κατηχητικά Σχολεία, Σανατόρια, Λεπροκομεία, Φυλακές, στο στρατό και κατοίκους της υπαίθρου.