Ένα γουρούνι μεγάλωνε η Ασπάσω! Ένα γουρούνι να’ ρθουν τα Χριστούγεννα να το σφάξει να φάνε μέρες που ήταν και τ άλλο να το κάνει λουκάνικα να το παστώσει να’ χουν τα παιδιά της να τρώνε! Ο άντρας της στην ξενιτιά.
Δεν μπόρεσε να’ θρει ούτε και φέτος. Δεν μου δίνουν άδεια της έγραφε. Έστελνε πέντε φράγκα μα που να φτάσουν..
Μια αυτή τρία τα παιδιά δυο πεθερικά κι η μάνα της.
Μέτρα στόματα. Φτάνουν; Αμ δεν φτάνουν έλεγε η Ασπάσω και προσπαθούσε να’ χει η κατσαρόλα κάθε μέρα λίγο φαγάκι.
Σύνταξη δεν παίρνανε τα γερόντια μα κάνανε ό,τι περνούσε απ το χέρι τους να προσφέρουν.
Ο πεθερός της έβαζε κηπάρια όλο το χρόνο κι είχαν πάντα της εποχής τα ζαρζαβατικά αλλά δεν φτάνουν τα έρμα μόνο αυτά.
Είχε η Ασπάσω καμιά δεκαριά ζωντανά! Πέντε έξι πρόβατα, δυό κατσίκες, μια γελάδα κι ένα γουρούνι.
Αυτό που θα το μαχαίρωναν τούτες τις μέρες. Δεν ήθελε η καημένη να το σφάξει. Όλη μέρα το’χε στην αυλή και πότε πότε αν πεινούσε πήγαινε και τριβόταν στα πόδια της και γρρρρρ και γρρρρρ όλη την ώρα κι ένιωθε κι αυτή πως είχε μια παρέα..
Δεν ήθελε μα τι να κάνει; Να σφάξει άλλο ζωντανό ούτε κουβέντα. Γάλα έπαιρνε από κει. Μαλλί έπαιρνε.
Η γελάδα μόνο αν είχε βοσκήσει καλά έδινε γάλα πολύ. Γεννημένη δεν ήταν κι όλο το γάλα δικό τους.
Τα ζώα τα είχε αναλάβει η πεθερά της. Όλη μέρα κι αυτή η καημένη μ ένα κομμάτι ψωμί και τυρί έλειπε να τα καλοβοσκήσει.
Και το’κανε μια χαρά! Με την κοιλιά φούσκα γύρναγαν άμα χαλίπωνε κι έλεγε η καημένη, φούσκα είναι κοιλιές τους κι η δική μου αντάμα! Με τι μάνα την φούσκωσες; Με μια φέτα ψωμοτύρι;
Έφαγα νύφη μου. Έφαγα κάτι γκόρτσα που βρήκα και χόρτασα. Βρήκες γκόρτσα μάνα; Για δε μου’ φερες και μένα κάνα δυο που μ αρέσουν; Ψέματα έλεγε να φτάσει το φαί να φάνε οι άλλοι.
Κι όλο σκεφτόταν…εκείνο το παιδί μου στην ξενιτιά πόσα να βγάζει τάχα που στέλνει τόσο λίγα;
Κι έβαζε με το νου της πράματα που δεν ήθελε να τα πιστέψει και να τα μολογήσει… Η μάνα της Ασπάσως είχε μια παλιά μηχανή από κείνες του χεριού κι έπιανε όλα τα παλιόσκουτα και τα’ κανε καινούρια! Γάζωνε και κείνη όλη μέρα κι έκανε φορεσιές για τα παιδιά μα μπάλωνε και τα δικά τους.
Κι η Ασπάσω είχε το νοικοκυριό και δεν ήταν και λίγο ετούτο δω.
Να κουβαλήσει το νερό μια ώρα δρόμος να κάνει τα παστρέματα να μαγειρέψει κι ό,τι άλλο χρειαζόταν το σπίτι τους.
Ο πεθερός της γύρναγε το μεσημέρι κατάκοπος έβαζε μια μπουκιά στο στόμα του, έγερνε λίγο να ξεκουραστεί και ξανάφευγε ως το βράδυ που ερχόταν φορτωμένος μ ό,τι είχε βρει κι ήταν γινωμένο. Έναν καφέ θέλω νύφη και τίποτα άλλο. Να τον πιω και να γείρω να ξαποστάσω να με πάρει ο ύπνος.
Ο καφές πατέρα δεν θα σ αφήσει να κοιμηθείς με στομάχι άδειο..
Και ποιος σου είπε σένα πως το’ χω άδειο νύφη;
Γιομάτο το’ χω και τον ύπνο στην τσέπη.. Γιομάτο το’ χε απ το μεσημέρι κι αυτός. Ψέματα…Να φαν τα παιδιά.
Κι αυτός ο άντρας της δεν θα’ ρθει ούτε και φέτος. Αγέννητο ήταν το μικρό τους όταν έφυγε και τώρα πάει σχολείο μαζί με τ άλλα δυο. Ο μεγάλος τελειώνει φέτος κι η θυγατέρα της του χρόνου.
Ο μικρότερος τώρα πάει στην πρώτη τάξη. Θέλω να σπουδάσω μάνα της είπε ο μεγάλος. Θέλω να συνεχίσω να πάω στο γυμνάσιο. Να πας παιδί μου του είπε και γω θα βάλω πλάτη.. Πως μωρέ μάνα μου που θα τα βρεις; Το γυμνάσιο είναι μακριά απ το χωριό και γω θα πρέπει να μένω στην πόλη;
Θα τα βρω παιδί μου θα τα βρω. Τελείωσε εσύ με το καλό το δημοτικό πέρνα στο γυμνάσιο και γω εδώ είμαι.
Και ήταν εκεί η Ασπάσω! Τα μισά που έστελνε ο πατέρας του τα έδινε στον μεγάλο της αφού είχε ζήλο για τα γράμματα!
Κι όταν το’πε στον άντρα της στο γράμμα, δεν έχω να στείλω άλλα της είπε. Δεν μπορώ. Κι άρχισε να κακοβάνει μα όχι έλεγε.
Δεν μπορεί τούτο να το’ κανε ο άντρας της. Όχι…
Έρχεται ο πεθερός της κι ήταν χαρούμενος και τους φώναξε όλους να τους πει πως δίπλα απ το χωριό τους θα άνοιγε ένα μπατζαριό. Θα το’ κανε ο γιος της ξαδέρφης του της Κώσταινας και θα πήγαινε να δουλέψει εκεί.
Εγώ θα πάω πατέρα του είπε! Εσύ να κάτσεις με τα μποστάνια που δεν μπορώ εγώ. Και τον κατάφερε και πήγε κείνη στο μπατζαριό κι έτσι στέλνανε στο μεγάλο δυο φράγκα παραπάνω κι είχαν κι αυτοί να περνάνε..
Ήρθαν οι γιορτές κι ήρθε κι ο βλάμης του άντρα της από τα ξένα με άδεια. Κάθε χρόνο άδεια έπαιρνε κι ο δικός τίποτα..
Ήρθε να τους δει. Φίλοι ήταν με τον προκομμένο της από μικρά παιδιά. Μαζί στο σχολειό μαζί φαντάροι μαζί στην ξενιτιά. Ο βλάμης ανύπαντρος. Καμιά δεν τ άρεσε…
Έφερε στα παιδιά δωράκια. Μια σάκα καλή για τον μεγάλο μια κούκλα από κείνες που στολίζουν στα κρεβάτια για την θυγατέρα της και μια κασετίνα ξύλινη για τον μικρό της και πολλά χρώματα και μολύβια,γόμες και στυλό! Ούτε ο πατέρας τους να ήσουν του είπε ο πεθερός της. Σ ευχαριστούμε παιδί μου!
Του’ φερε και κείνου καπνό απ τα ξένα και μια ταμπακέρα και στις γιαγιάδες από ένα μαντήλι! Για την Ασπάσω κρατούσε μια ζακέτα πράσινη με πολλά πολλά μικρά κουμπάκια. Τις φορούσανε πολύ οι γυναίκες στα ξένα κι έφερε και για κείνη μια. Θα της πηγαίνει σκέφτηκε και της πήγαινε πολύ!
Αυτός φαμίλια δεν είχε. Κανέναν δεν είχε. Κι ήταν οι δικοί του άνθρωποι. Τους αγαπούσε γιατί του στάθηκαν στα δύσκολά του.
Πήρε παραπέρα τον πατέρα του φίλου του και κάτι του έλεγε ώρα πολύ.. Στο τέλος τον αγκάλιασε τον φίλησε και του είπε θα ξανάρθω. Πως να το πει τούτο ο καημένος;
Πως να το ξεστομίσει; Και πως πάλι να το κρατήσει κρυφό; Κρατιούνται κρυφά ετούτα. Και παίρνει κι αυτός παράμερα την νύφη και της είπε πως το παιδί του πια παιδί του δεν είναι και της είπε πως στα ξένα άλλη φαμίλια έχει.
Γι αυτό δεν έρχεται. Και τα χρήματα τα έστελνε ο βλάμης και πως θέλει νύφη μου να σε κάνει γυναίκα του να σταθεί δίπλα στα παιδιά σου! Η Ασπάσω δεν είπε κουβέντα. Μήτε μια γκριμάτσα δεν έκανε μόνο έφυγε πήγε στο δωμάτιό της και κει έκλαψε πολύ!
Όχι για κείνη. Για τα παιδιά της έκλαψε. Για τα παιδιά της.
Πως μπορεί ένας πατέρας να το κάνει τούτο έλεγε ώσπου τα δάκρυα στερέψανε και δεν βγαίνανε άλλα. Και κει πήρε την απόφαση να πει το ναι στον βλάμη. Το είπε στα πεθερικά της και στα παιδιά της και κείνα χαρήκανε. Ούτε που τον ξέρανε τον πατέρα τους. Μόνο ο μεγάλος λίγο τον θυμόταν αλλά της είπε μάνα, ό,τι αποφασίσεις εσύ εγώ θα συμφωνήσω!
Κι έγινε ο γάμος αθόρυβα και ήσυχα χωρίς πολλά πολλά κι άμα ήρθε η ώρα να ξαπλώσουν σαν παντρεμένοι πια, της είπε έχω για σένα ένα δώρο και βγάζει και της δίνει ένα κλειδί.
Τι είναι αυτό το κλειδί του είπε; Το κλειδί απ το μπατζαριό της είπε. Είναι δικό σου Ασπάσω μου! Δικό σου!
Δικό μας! Εγώ το’κανα με τις οικονομίες μου!
Και σφάξανε και το γουρούνι να γιορτάσουν ετούτο τ αναπάντεχο! Χαλάλι του βλάμη! Χαλάλι του!
Μα κι αυτό το σκασμένο όλη την ώρα γρρρρ και γρρρρ…Και πόσο να το κρατήσει πια; Θα τρώγε κι αυτούς…
Μπουκιά δεν έβαλε η Ασπάσω στο στόμα της. Δεν πεινούσε είπε.
Γρρρρρ και γρρρρ όλη την ώρα….
Ελευθερία Λάππα