Εντυπωσιακά, συνάμα αποκαρδιωτικά, χαρακτηρίζονται τα ευρήματα της μελέτης του ΙΟΒΕ για τη σύνδεση της εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας
, καθώς η κρίση που ξέσπασε το 2009 διόγκωσε τις στρεβλώσεις που ήδη υπήρχαν, με αποτέλεσμα να προκύπτουν στοιχεία- σοκ, τόσο για την ανεργία όσο και για τη διαφορά αμοιβών ιδιωτικού- δημόσιου τομέα.
Σύμφωνα με τη μελέτη, αν και η μεγαλύτερη μείωση απασχόλησης καταγράφεται στους εργαζόμενους με βασική ή υποχρεωτική εκπαίδευση, συνολικά το ποσοστό απασχόλησης μειώθηκε σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, με αποτέλεσμα να είναι το χαμηλότερο μεταξύ των χωρών της ΕΕ-28 για τη μέση και την ανώτατη εκπαίδευση, και κάτω από το μέσο όρο της ΕΕ-28 για τους αποφοίτους χαμηλής εκπαίδευσης. Ενδεικτικά, το ποσοστό απασχόλησης στην ανώτατη εκπαίδευση στην Ελλάδα διαμορφώνεται στο 66% έναντι μ.ο. 78% στην ΕΕ-28, ενώ τη δεύτερη χειρότερη επίδοση εμφανίζει η Κροατία με 73%.
Αύξηση 179,1% στους άνεργους αποφοίτους ΑΕΙ
Η μεγαλύτερη αύξηση του αριθμού των ανέργων σημειώθηκε μεταξύ των αποφοίτων ανώτατης εκπαίδευσης (179,1%) και ακολούθησαν εκείνοι με εκπαίδευση στο Λύκειο (138,4%), ενώ η μικρότερη στους ανέργους με εκπαίδευση Δημοτικού (55,6%). Ποιο είναι το «πονηρό» σημείο; Παρά την αύξηση των ανέργων πτυχιούχων μετά την έναρξη της κρίσης, τα ποσοστά ανεργίας τους, αν και υπερδιπλασιάστηκαν (από 7% σε 17,1% το 2017), παραμένουν τα χαμηλότερα μεταξύ των επιπέδων εκπαίδευσης, λόγω και της φυγής πολλών στο εξωτερικό. Από την άλλη, η πρόσβαση στην αγορά εργασίας είναι πιο εύκολη στα άτομα με μεταπτυχιακές ή διδακτορικές σπουδές, καθώς το ποσοστό ανεργίας έχει διαμορφωθεί στο 10% περίπου το 2017, έναντι 7% το 2009.
Το πλέον ανησυχητικό είναι ότι τα ποσοστά απασχόλησης και ανεργίας επιδεινώνονται για όσους αποφοίτησαν πιο πρόσφατα από όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, δείχνοντας τις μεγαλύτερες δυσκολίες εύρεσης εργασίας που αντιμετωπίζουν όσοι ολοκληρώνουν τις σπουδές τους. Τα ποσοστά των νέων ανέργων -όσοι δηλ. δεν έχουν εργαστεί στο παρελθόν- είναι, σταθερά τις τελευταίες 2 δεκαετίες, υψηλότερα μεταξύ των αποφοίτων μέσης εκπαίδευσης στο Λύκειο (43% το 2017, έναντι 39% το 2009 και 43% το 2001), ενώ ακολουθούν οι απόφοιτοι ανώτατης εκπαίδευσης (29% το 2017 και το 2009 από 17% το 2001).
Στα 1.270 ευρώ ο μέσος μισθός στις ΔΕΚΟ
Το άλλο σημαντικό εύρημα της μελέτης είναι ότι ανοίγει η «ψαλίδα» των αμοιβών μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, σε βάρος των ιδιωτικών υπαλλήλων.
Συγκεκριμένα, ο χαμηλότερος μέσος μισθός παρατηρείται διαχρονικά την περίοδο 2008-2016 στον ιδιωτικό τομέα και ο υψηλότερος στις δημόσιες επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας (ΔΕΚΟ).
Το 2016 ο μέσος μισθός στον ιδιωτικό τομέα κυμάνθηκε στα €884 από €1054 το 2008, καταγράφοντας πτώση κατά 16,1% ή €170. Στο (στενό) δημόσιο τομέα, αν και η μείωση είναι πιο έντονη (-25,8% ή €374), ο μέσος μισθός το 2016 κυμάνθηκε στα €1077, υψηλότερος κατά €193 σε σχέση με εκείνο στον ιδιωτικό τομέα.
Αν και η μισθολογική αυτή διαφορά έχει υποχωρήσει μεταξύ 2016 και 2008, οι αμοιβές στον δημόσιο τομέα παραμένουν υψηλότερα από τον ιδιωτικό, κυρίως λόγω διατήρησης της προσωπικής διαφοράς για τους παλαιότερους εργαζομένους του δημοσίου παρά την εφαρμογή του νέου μισθολογίου.
Στις ΔΕΚΟ ο μέσος μισθός το 2016 κυμάνθηκε στα €1270 από €1549 τo 2008 (-18.1%), στα ΝΠΔΔ / ΝΠΙΔ στα €1047 από €1378, ενώ στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης στα €925 από €1192.
Ενδεικτικό είναι ότι ένας εργαζόμενος σε κάποια δημόσια υπηρεσία που κατέχει διδακτορικό έχει αποδοχές κατά μέσο όρο διπλάσιες (2,3 φορές υψηλότερες) από ένα υπάλληλο χωρίς ή μόνο με δημοτική εκπαίδευση. Παρόμοια είναι η περίπτωση των υπαλλήλων στο δημόσιο με μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών (2,1 φορές υψηλότερος μισθός) ή ανώτατη εκπαίδευση.
Ακόμα πιο έντονη είναι η επίδραση του διδακτορικού διπλώματος στον μισθό στα ΝΠΔΔ / ΝΠΙΔ (2,4 φορές υψηλότερος μισθός), γεγονός που ενδεχομένως σχετίζεται με τη δραστηριότητα των οργανισμών αυτών σε υπηρεσίες υγείας και ανώτατης εκπαίδευσης, όπου η φύση της εργασίας απευθύνεται σε άτομα με υψηλή κατάρτιση.
Αντίθετα, στον ιδιωτικό τομέα η διαφοροποίηση της ελαστικότητας του μισθού ως προς το επίπεδο εκπαίδευσης είναι σημαντικά μικρότερη. Για παράδειγμα, απόφοιτος πανεπιστημίου έχει αποδοχές υψηλότερες κατά 49,5% σε σχέση με κάποιον που δεν έχει ολοκληρώσει τη στοιχειώδη εκπαίδευση, με την αναλογία αυτή να είναι παρόμοια και στην περίπτωση των αποφοίτων ΤΕΙ (+47,8%).
Μεταξύ των τομέων, η μεγαλύτερη προσαύξηση στις αμοιβές που απολαμβάνουν οι απόφοιτοι πανεπιστημίων σε σχέση με τους απόφοιτους ΤΕΙ παρατηρείται στα ΝΠΙΔ/ΝΠΔΔ (12,0%). Ακολουθούν οι ΟΤΑ με 4,7% και ΔΕΚΟ με 3,6%. Στον ιδιωτικό τομέα και στο στενό δημόσιο τομέα, η διαφορά στους μισθούς μεταξύ αυτών των δυο εκπαιδευτικών κατηγοριών περιορίζεται σε 1,1% και 1,0% αντίστοιχα.
Οι πτυχιούχοι επιλέγουν το δρόμο της μετανάστευσης
Πολλοί πτυχιούχοι επιλέγουν το δρόμο της μετανάστευσης προκειμένου να αναζητήσουν εργασία σε άλλες χώρες, κυρίως της ΕΕ, όπου οι ευκαιρίες απασχόλησης είναι περισσότερες, επισημαίνεται στην έρευνα του ΙΟΒΕ, Επιπλέον παρουσιάζονται τα στοιχεία της ICAP με βάση τα οποία σε δείγμα 1268 ατόμων οι οποίοι μετακινήθηκαν εκτός της χώρας, το 55% αυτών αναφέρει ως λόγο την αναζήτηση εργασίας, έχοντας όμως εργαστεί στην Ελλάδα, ενώ μόλις 1 στους 10 δηλώνει ότι δεν έχει εργαστεί ποτέ στην Ελλάδα και αναζητά εργασία σε άλλη χώρα.
Πρόκειται κυρίως για άτομα ηλικίας 26 έως 35 ετών(6 στα 10 άτομα) χωρίς οικογενειακές υποχρεώσεις ενώ ως προς το επίπεδο της εκπαίδευσης οι 9 στους 10 έχουν ολοκληρώσει την ανώτατη εκπαίδευση, με την πλειονότητα να έχει μεταπτυχιακές σπουδές (55% μεταπτυχιακό τίτλο και 9% διδακτορικό).
Πηγή: | iefimerida.gr