Οι πάσχοντες από σοβαρές ψυχικές νόσους έχουν τουλάχιστον διπλάσιες πιθανότητες να αναπτύξουν διαβήτη τύπου 2, σύμφωνα με τα ευρήματα νέας μελέτης.
Οι ερευνητές εξέτασαν περισσότερους από 15.000 ασθενείς με σοβαρές ψυχικές νόσους και διαπίστωσαν ότι το 28% έπασχαν από διαβήτη τύπου 2, την ώρα που το αντίστοιχο ποσοστό στον γενικό πληθυσμό ανέρχεται σε 12%.
Μεταξύ των πασχόντων από κάποια σοβαρή ψυχική νόσο, τα ποσοστά διαβήτη τύπου 2 ανέρχονταν στο 37% για τους Ισπανόφωνους, 36% για τους αφροαμερικανούς, 31% για τους Ασιάτες και 25% για τους λευκούς.
Οι ερευνητές επισημαίνουν ότι η μελέτη ανακάλυψε μόνο μία σύνδεση μεταξύ ψυχικής υγείας και διαβήτη και όχι σχέση αιτίας-αποτελέσματος.
«Τα αντιψυχωσικά φάρμακα που συνταγογραφούνται για καταστάσεις όπως η σχιζοφρένεια και η διπολική διαταραχή μπορεί να προκαλέσουν αύξηση βάρους και να επιδράσουν στα επίπεδα χοληστερόλης και στην αντίσταση στην ινσουλίνη», δήλωσε η Δρ. Christina Mangurian, αντιπρόεδρος για την ποικιλομορφία και την ισότητα στην υγεία στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας και το τμήμα ψυχιατρικής του Σαν Φρανσίσκο.
«Επιπλέον, τα άτομα με σοβαρές ψυχικές ασθένειες ζουν σε επαχθέστερες συνθήκες, συμπεριλαμβανομένης της επισιτιστικής ανασφάλειας, των χαμηλών εισοδημάτων και της μη μόνιμης στέγασης, που αυξάνουν τον κίνδυνο διαβήτη» πρόσθεσε.
Οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι σχεδόν οι μισοί πάσχοντες από σοβαρή ψυχική ασθένεια βρίσκονταν στο στάδιο του προδιαβήτη, συγκριτικά με το ένα τρίτο του γενικού πληθυσμού. Τα ποσοστά των προδιαβητικών (αυξημένα επίπεδα σακχάρου στο αίμα) ήταν υψηλότερα στους αφροαμερικανούς, τους Ισπανόφωνους και τους Ασιάτες με σοβαρές ψυχικές ασθένειες, ενώ η κατάσταση τείνει να εμφανίζεται από την ηλικία των 20 ετών.
«Τα ευρήματα της μελέτης δείχνουν ότι θα πρέπει να εξετάζουμε όλους τους ασθενείς με σοβαρή ψυχική ασθένεια για διαβήτη», ανέφερε η Mangurian.
«Η έγκαιρη διάγνωση του προδιαβήτη, μπορδεί να βοηθήσει τους ασθενείς να κάνουν αλλαγές στον τρόπο ζωής ή να ξεκινήσουν φαρμακευτική αγωγή ώστε να μην αναπτύξουν διαβήτη».
Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στο επιστημονικό έντυπο Diabetes Care.
ΠΗΓΗ: www.onmed.gr , healthday