-
Αρχική > Η Διαδρομή στον Κόσμο του Βιβλίου > Η Σμυρνιά – Γρηγόριος Ξενόπουλος

Η Σμυρνιά – Γρηγόριος Ξενόπουλος

Η διαδρομή στον κόσμο του βιβλίου συνεχίζει το μαγευτικό της ταξίδι με τον Γρηγόριο Ξενόπουλο.  Ένας κορυφαίος Έλληνας μυθιστοριογράφος  και Θεατρικός συγγραφέας, από τους πολυγραφότερους και πολυδιαβασμένους.Εμείς θα αναφερθούμε στο μυθιστόρημά του “Η Σμυρνιά” από τις Εκδόσεις Αδερφοί Βλάσση.

Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1867 από Ζακυνθινό πατέρα και από μητέρα Φαναριώτισσα. Η οικογένειά του εγκαταλείπει την Πόλη, όταν ο Γρηγόριος ήταν έντεκα μηνών και εγκαθίσταται στη Ζάκυνθο. Έτσι, τον κόσμο τον πρωτογνώρισε στο μαγευτικό αυτό νησί της Επτανήσου. Η γραφικότητα του τόπου, η πανώρια φύση με τις μοναδικές της ομορφιές, ο λαός της Ζακύνθου με τα ήθη και τα έθιμά του, η ιστορία και γενικά η επτανησιακή κουλτούρα, διαπλάθουν και επηρεάζουν βαθιά την ψυχή του. Ζυμώνεται με τους Ζακυνθινούς και όλα τα ερμηνεύει με την ιδιοσυγκρασία που κουβαλάει από το νησί του.

Μετά το γυμνάσιο ο Ξενόπουλος παρακολουθεί μαθήματα φυσικομαθηματικών στο πανεπιστήμιο της Αθήνας. Όμως, η λογοτεχνία και η δημοσιογραφία τον αποσπούν οριστικά. Συνεργάζεται με όλες σχεδόν τις εφημερίδες και τα περιοδικά της εποχής του. Το 1890 ο Γεώργιος Δροσίνης του προτείνει και αναλαμβάνει αρχισυντάκτης στην Εστία. Το 1896 ο ιδιοκτήτης του παιδικού περιοδικού «Διάπλασις των παίδων» Νικόλαος Παπαδόπουλος τον παίρνει αρχισυντάκτη και αργότερα του αναθέτει τη διεύθυνση του περιοδικού. Στη “Διάπλαση των Παίδων” η αγάπη του για το ελληνόπουλο τον οδήγησε να γράψει χιλιάδες “αθηναϊκές επιστολές”, στις οποίες μιλούσε για διάφορα θέματα.

 Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος έγινε ο δάσκαλος και μερίμνησε συστηματικά για το παιδί – αναγνώστη, για το παιδί που χρειάζεται αγωγή και παιδεία. Διακατέχεται από μια έμφυτη παιδαγωγική κλίση που την συνθέτουν η συμπάθεια και το ενδιαφέρον του για το παιδί, η δίψα και η πίστη του για την μόρφωσή του. Η προσφορά του στο τρίπτυχο σπίτι – οικογένεια – παιδί αρχίζει αμέσως μετά που αναλαμβάνει τη διεύθυνση του περιοδικού. Για πέντε περίπου δεκαετίες προσφέρει ένα αξιόλογο παιδαγωγικό και μορφωτικό έργο. Βοηθάει το παιδί – αναγνώστη να ανακαλύψει μόνο του το αντικείμενο της γνώσης και να αγκαλιάσει τη φύση, τις αξίες και τους συνανθρώπους του. Παίρνει στα χέρια του μια τεράστιας σημασίας εξουσία, τη διαπλαστική. Η προσφορά του αυτή δεν κατευθύνεται από κάποιο συγκεκριμένο και οργανωμένο εκπαιδευτικό πρόγραμμα, αλλά κυρίως από το ένστικτό του και από την αγάπη του για το παιδί. Συνειδητά, όμως, «Ο Φαίδωνας» εργάστηκε για τη δημιουργία μιας παιδικής λογοτεχνικής γλώσσας – μιας γλώσσας ζωντανής – που θα άγγιζε τις τρυφερές ψυχές των παιδιών και που θα μάθαιναν έτσι χωρίς βιβλία και χωρίς δασκάλους. Πετυχαίνει, έτσι, ένα θερμό δόσιμο με τον αναγνώστη και μια απελευθερωτική και θετική στάση που μορφώνει και συγχρόνως δεν σκλαβώνει. “Η αδελφούλα μου” είναι το πρώτο παιδικό μυθιστόρημα που γράφει στη δημοτική γλώσσα.

Αν και είναι επηρεασμένος από τις ευρωπαϊκές πολιτιστικές ανακατατάξεις, δεν περιορίζεται μέσα στα πλαίσια του ηθογραφικού μυθιστορήματος, αλλά προχωράει και ασχολείται με την περιγραφή των ψυχικών ικανοτήτων των ηρώων του. Γίνεται ένας ψυχογράφος που τηρεί όμως αυστηρά την αντικειμενικότητά του. Μόνο όταν περιγράφει Ζακυνθινά τοπία και αρχίζουν να αναδύονται μέσα από αυτά οι μνήμες των παιδικών του χρόνων, εκφράζει υποκειμενικά συναισθήματα. Ο ρεαλισμός του 1900 ήταν εκείνο που ζητούσαν οι πολλοί και εκείνο που μπορούσε να ενώσει την απόσταση ανάμεσα στους πολλούς και στη νέα, στην αδιαμόρφωτη ακόμα ελληνική πεζογραφία. Με τα μυστικά της ρεαλιστικής σχολής η αφήγησή του έστρωνε πιο άνετα. Ο Ξενόπουλος βέβαια είχε έμφυτη αφηγηματική ευκολία, καλαισθησία, γλώσσα γλαφυρή, απλή, ρέουσα, έτσι που άρεσε σε όλους. Δεν υπήρξε ποτέ ανιαρός και κουραστικός. Στάθηκε ένας γλωσσοπλάστης – ένας ακούραστος δημιουργός του Λόγου είτε έγραφε για εφημερίδα ή για περιοδικό ή θέατρο ή μυθιστόρημα ή διήγημα ή παιδικό ανάγνωσμα, δοκίμιο ή ποίηση.

 Τα έργα του έχουν πλούτο, φυσικούς διαλόγους, οξύτητα παρατήρησης και άψογη τεχνική. Το περιβάλλον των μυθιστορημάτων του Ξενόπουλου είναι πότε η Αθήνα και πότε η Ζάκυνθος. Ο συγγραφέας θέλει να μας περιγράψει την ελληνική κοινωνία της εποχής του. Αυτό όμως δεν είναι κανόνας. Σε αρκετά έργα του περιγράφονται και ζωντανεύουν παλαιότερες κοινωνίες κυρίως της Ζακύνθου. Σε χρόνια ακμής, δύναμης, μεγαλείου, πλούτου και πολιτισμού, αναζήτησε και βρήκε πλούσιο και άφθονο υλικό που το εκμεταλλεύτηκε κατάλληλα. Ένα θαυμάσιο και ίσως το πιο πρωτότυπο έργο του είναι «Το Φάντασμα», μια πρωτάκουστη αληθινή ιστορία που διαδραματίσθηκε το ΙΗ΄ αιώνα στη Βενετοκρατούμενη Ζάκυνθο. “Ο Κόκκινος Βράχος” (1905) δίνει μια πετυχημένη απεικόνιση της ζακυνθινής ζωής. Πρόκειται για έναν έρωτα καταλύτη που τον βιώνει η ηρωίδα χωρίς τίποτα το κίβδηλο. Τρία από τα καλύτερα έργα του έχουν επίσης υπόθεση ζακυνθινή (Λάουρα 1915, Αναδυόμενη 1923, Τερέζα Βάρμα Δακόσια 1925). Εκείνα όμως που η κριτική αναγνώρισε αναμφίβολα τα καλύτερα μέσα στα τόσα μυθιστορήματα του Ξενόπουλου, είναι οι “Πλούσιοι και Φτωχοί” (1919), και οι “Τίμιοι και Άτιμοι” (1921). Ανήκουν σε μια “κοινωνική τριλογία” όπου ο συγγραφέας προβληματίζεται πάνω σε κοινωνικά θέματα και το πετυχαίνει άριστα.

 Δίπλα στο μυθιστορηματικό, σημαντικό είναι και το θεατρικό του έργο. Επηρεασμένος από τον Ίψεν, δίνει το 1904 το πιο συγκροτημένο ίσως από τη θεατρική άποψη έργο του, “Το Μυστικό της κοντέσσας Βαλέραινας”, με κέντρο μια ευγενική μορφή και το μυστικό της που αφορά μια σκόνη – μια άσπρη σκόνη που θεραπεύει τον καταρράκτη ματιών. Από τα θεατρικά του έργα αρκετά αντέχουν και σήμερα. Διατηρούνται στη ζωή όχι για λόγους νοσταλγίας, αλλά χάρη στα ολοζώντανα πρόσωπα που έπλασε ο συγγραφέας. Τα έργα του όπως ο “Πειρασμός”, “Φιόρο του Λεβάντε”, “Στέλλα Βιολάντη”, “Το μυστικό της κοντέσσας Βαλέραινας”, “Φωτεινή Σάντη”, “Αναδυόμενη”, “Ποπολάρος”, κ.α. παίζονται στο Θέατρο, διασκευάζονται για τον κινηματογράφο, το ραδιόφωνο και την τηλεόραση. Ο Ξενόπουλος πέθανε σε μεγάλη ηλικία το 1951 στην Αθήνα μακριά από το αγαπημένο του νησί.

Περίληψη

Το όνομά της Αλτάνα, που θα πει κήπος, περιβόλι, παράδεισος. Τα μάτια της φλογερά παραζαλίζουν με την ομορφιά τους όχι έναν αλλά πολλούς. Ανάμεσά της δύο αδέλφια – ίδιο αίμα μα τόσο διαφορετικά πλάσματα. Από μικρά τσακώνονταν για ένα παιχνίδι. Τώρα το κορμί της γίνεται παιχνίδι. Αυτό που άλλοτε μοσχοβολούσε τιμιότητα και στοργή αρχίζει να ακολουθεί τους ρυθμούς μιας ποθοφλογισμένης καρδιάς. Μάταια θα στραφεί στο γάμο. Η συζυγική ευτυχία της είναι λειψή, εύκολα κλονίζεται. Η σκέψη τού ενός παραλύει μέσα της την ύπαρξη του άλλου, του άνδρα της που την υπεραγαπά και τη ρωτά: “Γιατί μας το έκανες αυτό το κακό, Αλτάνα;”

Απόσπασμα

Όλοι έτσι μου λέτε! Έλεγε. Πως δε μου λείπει τίποτα, πως είμαι ευτυχισμένη, πως δεν έχω ανάγκη… Μα με ρωτήσατε και μένα;…Μπήκατε ποτέ μέσα στην καρδιά μου, μέσα στην ψυχή μου, να δείτε αν έχω ή δεν έχω ανάγκη, αν μου λείπει ή αν δεν μου λείπει τίποτα κι αν είμαι ευτυχισμένη ή…η πιο δυστυχισμένη του κόσμου; Εγώ μια φορά, δεν είχα να φάω ψωμί…δεν είχα φουστάνι ν’ αλλάξω…Μπορεί να φανταστεί καθένας πόσο με βάραινε τέτοια δυστυχία, ύστερα από την ευτυχία που είχα στην πατρίδα. Κι όμως! στάθηκα το φρονιμότερο φτωχοκόριτσο του κόσμου. Να με κοίταζε άνθρωπος κοκκίνιζα, να μ’ άγγιζε μόνο, γινόμουν έξω φρενών, να μου μιλούσε τον έβριζα κι έφευγα. Κι εγώ το ξέρω τι μου κόστιζε…πόσο με δυσκόλευε αυτό στη δουλειά μου, στη ζωή μου. Έφευγα κάθε τόσο από μαγαζιά, από σπίτια, από παντού. Και όμως ήξερα πως το μικρό μου δαχτυλάκι να κινούσα, μόνο λίγο να ‘λεγα, μ’ ένα χαμόγελο ν’ απαντούσα, θα ‘χα ό,τι ήθελα, ό,τι μου έλειπε, και θα ‘μουν πάλι ευτυχισμένη.

 Η Ατλάνα είναι μια όμορφη προσφυγοπούλα που προσπαθεί να χτίσει τη ζωή της ξανά στην Αθήνα, το μοναδικό της ελάττωμα; Είναι ιδιαίτερα θελκτική. Η ζωή της ξετυλίγεται μέσα από τις σελίδες του βιβλίου. Ένα μυθιστόρημα που σου κρατά το ενδιαφέρον ως το τέλος.

 

 

 

 

 

 

 

 

Top
Enable Notifications OK No thanks