Η απόφοιτη του ΕΜΠ, η οποία στα πρώτα χρόνια της σταδιοδρομίας της χρειάστηκε να… πάρει τα όρη και τα βουνά για να μετρά ανεμολογικά δεδομένα για λογαριασμό εταιρείας αιολικής ενέργειας, ενσαρκώνει το όνειρο κάθε γυναίκας.

Εκανε τις σπουδές στο τμήμα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών του Πολυτεχνείου, ακολούθησε ένα μεταπτυχιακό στην Αγγλία στις ΑΠΕ, κατόπιν δοκιμάστηκε σε κορυφαίες εταιρείες του κλάδου και στη συνέχεια προσγειώθηκε στην αγορά της Αφρικής εισάγοντας τις τεχνολογίες των ΑΠΕ στις αναπτυσσόμενες χώρες, για να επιστρέψει ξανά στο Λονδίνο για λογαριασμού επενδυτικού fund και να γεμίσει με γνώσεις και εμπειρίες το πλούσιο βιογραφικό της.

Ακόμη και σήμερα θυμάται την εποχή που σε ηλικία 24 ετών έμπαινε στο θηριώδες τζιπ της εταιρείας όπου εργαζόταν για να ελέγξει τα όργανα στις ανεμογεννήτριες και να πάρει τις μετρήσεις των δεδομένων ή να βιδώσει κάποια βίδα στο αιολικό πάρκο μπροστά στα έκπληκτα μάτια των συναδέλφων της. Στην πραγματικότητα, όμως, ελάχιστα την ενδιέφερε τι έλεγαν οι γύρω της αφού είχε μάθει να επιβιώνει και στις πιο δύσκολες συνθήκες και να κάνει τους απαιτούμενους ελιγμούς για να επιβάλλεται σε μια ανδροκρατούμενη δουλειά.

Η γέννηση της Lightsource bp
Το παράδοξο με τη Ναταλία Παρασκευοπούλου είναι ότι η καριέρα της απογειώθηκε σε μια χώρα όπως η Βρετανία όπου ο ήλιος θα μπορούσε να θεωρηθεί είδος πολυτέλειας. Εκεί που ουσιαστικά αναπτύχθηκε πριν από περίπου μία δεκαετία η Lightsource bp. «Παιδί» μιας ομάδας ιδιωτών που μπήκαν στην αγορά των φωτοβολταϊκών το 2010, ξεκίνησε αρχικά να επενδύει στην ηλιακή ενέργεια σε συνεργασία με ένα investment fund, με το οποίο συμπορεύτηκε έως το 2016. Στη συνέχεια, η επενδυτική εταιρεία αποσύρθηκε και υπήρξε ανάγκη να ακουμπήσει πάνω σε έναν στρατηγικό επενδυτή. Η ανάγκη για μεγαλύτερη ανάπτυξη και η μεγάλη διεθνής έκρηξη της πράσινης ενέργειας οδήγησαν στη συνεργασία με την BP σε μια εποχή που η εταιρεία άρχισε να στρέφει το ενδιαφέρον της στον χώρο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.

Στην Ελλάδα, η βρετανική εταιρεία έκανε αίσθηση όταν το καλοκαίρι του 2021 κέρδισε στον διαγωνισμό της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας (ΡΑΕ) έργα δυναμικότητας 140 μεγαβάτ.

Τα έργα αυτά αποτελούν μέρος ενός συνολικού χαρτοφυλακίου 225 MW που κατασκευάζει στην περιοχή της Κοζάνης η ελληνική εταιρεία Kiefer και συμπεριλαμβάνουν και τον πρώτο ιδιωτικό υποσταθμό 400 KV, ο οποίος προγραμματίζεται να συνδεθεί στο δίκτυο το φθινόπωρο του 2023.

Υπάρχει ένα επιπλέον χαρτοφυλάκιο συνολικής ισχύος 300 μεγαβάτ, σε διάφορες περιοχές ανά τη χώρα, που προχωρά και αναπτύσσεται με στόχο τμήμα αυτών να βρίσκεται σε κατασκευή μέσα στον επόμενο χρόνο.

Παράλληλα, η διοικητική ομάδα της Lightsource bp είναι σε αποκλειστικές διαπραγματεύσεις για την εξαγορά επιπλέον 600 MW που βρίσκονται σε διάφορα στάδια ανάπτυξης που ανεβάζουν το pipeline της εταιρείας στο 1 GW, με ένα μεγάλο κομμάτι των έργων να είναι σε ώριμο στάδιο.

Μόνο η επένδυση της Κοζάνης αναμένεται να απορροφήσει κεφάλαια ύψους 160 εκατ. ευρώ, ενώ το συνολικό επενδυτικό πρόγραμμα της εταιρείας στη χώρα μας υπολογίζεται να ανέλθει επιπλέον στα 500 εκατ. ευρώ σε ορίζοντα διετίας.

Η στρατηγική της εταιρείας δείχνει ότι επιδιώκει μεγάλη ανάπτυξη στην Ελλάδα, κάτι που επιβεβαιώνεται από τη λειτουργία δικών της γραφείων στο κέντρο της Αθήνας αλλά και από την ανάπτυξη μιας ομάδας 16 ατόμων που δουλεύουν ήδη τα πρότζεκτ της εταιρείας για την ελληνική αγορά.

Μία από τις πολύ χαρακτηριστικές φωτογραφίες που φιγουράρουν στην ιστοσελίδα της εταιρείας είναι η εικόνα με τα πρόβατα που βόσκουν δίπλα στα φωτοβολταϊκά της εταιρείας στην Αγγλία

«Ηρθαμε για να μείνουμε», επισημαίνει η Ναταλία Παρασκευοπούλου στο «business story». Παρά το γεγονός μάλιστα ότι η εταιρεία επικεντρώνεται αποκλειστικά στην ηλιακή ενέργεια, έχει σχέδια και για τον τομέα της αποθήκευσης με μπαταρίες, εκτιμώντας ότι θα τη βοηθήσει να εγκαταστήσει πιο πολλά φωτοβολταϊκά συστήματα.

Η εταιρεία έχει ήδη υποβάλει αιτήματα για άδειες αποθήκευσης 100 MW στη ΡΑΕ, νούμερο που υπολογίζεται να αυξηθεί περαιτέρω, χωρίς όμως να επισκιάζει τα έργα ηλιακής ενέργειας στα οποία η εταιρεία επενδύει αποκλειστικά και κατά προτεραιότητα.
«Τα αιολικά δεν είναι μέσα στα ενδιαφέροντά μας», εξηγεί η επικεφαλής της Lightsource bp. Εξετάζονται σε κάποιες χώρες αιολικά, όπως διευκρινίζει, μόνο αν μπορούν να φέρουν πιο πολλά φωτοβολταϊκά, όπως στην Πορτογαλία.

«Υπάρχουν κάποιες χώρες που τη σύνδεση στο ηλεκτρικό δίκτυο την έχεις για 24 ώρες το 24ωρο και πρέπει να μπορείς να παράγεις ενέργεια συνεχώς και να τη διαχέεις. Τα φωτοβολταϊκά όμως δεν παράγουν συνεχώς ενέργεια, όμως αν συνεπικουρούνται και από ένα αιολικό μπορεί κανείς να εξασφαλίσει ενέργεια και το βράδυ. Με αυτό τον τρόπο αυξάνεις την παραγωγή και τα έσοδά σου και μειώνεις τα σταθερά σου κόστη». Μόνο σε αυτές τις περιπτώσεις αναφέρει η επικεφαλής της εταιρείας εξετάζονται τα αιολικά σε κάποιες αγορές, κάτι που δεν γίνεται στην Ελλάδα γιατί δεν προβλέπεται από τους όρους σύνδεσης και το δίκτυο.
Με την ίδια λογική η εταιρεία μελετά την ανάπτυξη της τεχνολογίας του πράσινου υδρογόνου. «Δεν είναι στη στρατηγική μας η παραγωγή υδρογόνου. Εμείς μπορούμε να παρέχουμε στους παραγωγούς ενέργειας την πράσινη ενέργεια για να παράγουν το υδρογόνο, δίνοντας λύση στην προέλευση της ενέργειας, η οποία είναι και πολύ ανταγωνιστική σε ό,τι αφορά το κόστος».

Ο δρόμος για να φτάσει τα 25 GW
Καταιγιστικός είναι ο σχεδιασμός και για τη μητρική εταιρεία με στόχο την παραγωγή 25 GW έως το 2025 παγκοσμίως. Αυτό, όπως δηλώνει η κυρία Παρασκευοπούλου, σημαίνει την κατασκευή ενός μεγάλου αριθμού έργων σε όλο τον κόσμο σε ετήσια βάση και ένα αρκετά μεγάλο επενδυτικό πρόγραμμα που θα μπορέσει να χρηματοδοτήσει την κατασκευή των έργων αυτών.

Για να καταφέρει η εταιρεία να υποστηρίξει την επενδυτική ανάπτυξή της, πραγματοποιεί στρατηγικά σχεδιασμένες πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων σε όλο τον κόσμο, που όμως δεν επηρεάζουν τη συνολική της παρουσία της ανά την υφήλιο που πλέον εκτείνεται σε 19 χώρες.

«Υπάρχει το ενδεχόμενο πώλησης κάποιων έργων που είτε έχουν ξεκινήσει να λειτουργούν είτε είναι σε στάδιο κατασκευής, με σκοπό τη χρηματοδότηση της περαιτέρω ανάπτυξης της εταιρείας. Αυτό δεν αποκλείεται να συμβεί και στην Ελλάδα, αφού είναι κομμάτι της επενδυτικής στρατηγικής της εταιρείας σε όλο τον κόσμο».
Η Ελλάδα είναι μια μικρή αγορά στον διεθνή γεωγραφικό προσανατολισμό της εταιρείας, έχοντας όμως πάρει, σύμφωνα με τη διοίκηση, ένα μεγάλο κομμάτι της πίτας της Lightsource bp στην εκτός συνόρων επέκταση, κάτι που δείχνει το στρατηγικό ενδιαφέρον της για την Ελλάδα.

Η χώρα μας μπήκε στα ραντάρ των Βρετανών από το 2018 και σε αυτό συνέβαλε καταλυτικά μία ομάδα στελεχών, μεταξύ των οποίων ήταν και η κυρία Παρασκευοπούλου, που ήταν Ελληνες, ήξεραν την γλώσσα, αλλά και την αγορά με τα πλεονεκτήματα και τις δυσκολίες της, από πρώτο χέρι. Αυτό είναι κάτι που μέτρησε στις αποφάσεις της πολυεθνικής, αφού η μητρική εταιρεία είχε έτοιμο τον πυρήνα συνεργατών που θα μπορούσαν να αναπτύξουν τα νέα πρότζεκτ στη Ελλάδα, απόφαση που λήφθηκε το 2020.
«Ηταν για εμένα μια συναστρία η επιστροφή στην Ελλάδα. Ξεκίνησε στο πρώτο κύμα πανδημίας που άρχισα να δουλεύω εξ αποστάσεως από εδώ, στη συνέχεια ήρθε η απόφαση της πολυεθνικής να διεισδύσει αυτόνομα στη χώρα, η εγκυμοσύνη μου και τελικά μου ζητήθηκε να αναλάβω τα ηνία της ελληνικής αγοράς», αναφέρει η κυρία Παρασκευοπούλου.

Λίγο πριν μεταπηδήσει στην ελληνική εταιρεία ως επικεφαλής, εργαζόταν στην ομάδα του διεθνούς τμήματος ανάπτυξης της βρετανικής εταιρείας στο Λονδίνο, με κύριο αντικείμενο την αναζήτηση νέων αγορών.
Η ομάδα αυτή επέλεξε, εκτός από την Ελλάδα, την επέκταση της εταιρείας στην Πολωνία, η οποία έχει ένα παρόμοιο στόρι απανθρακοποίησης με τη χώρα μας και με επιπλέον στοιχείο την ισχυρή βιομηχανία. Στις επιλογές της ομάδας ήταν αρκετές χώρες, μεταξύ των οποίων η Βραζιλία και η Πορτογαλία. Υπήρξαν όμως και άλλες που ενώ εξετάστηκαν, δεν κρίθηκαν πρόσφορες για την ανάπτυξη αντίστοιχων έργων.

Πώς όμως επιλέγει μια πολυεθνική εταιρεία την επέκτασή της σε νέες αγορές και ποια είναι τα κριτήρια επιλογής; «Χωρίζουμε τον κόσμο σε διάφορες περιοχές ενδιαφέροντος και γίνεται μια αξιολόγηση ανά περιοχή με βάση κριτήρια, όπως η ηλιοφάνεια, οι εθνικοί στόχοι για ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, η απόσυρση του λιγνίτη, που μέτρησε πολύ και στην περίπτωση της Ελλάδας, αλλά και το ισχυρό νόμισμα, καθώς μειώνει το ρίσκο και τους κινδύνους του συναλλάγματος», αναφέρει η 40χρονη μάνατζερ.

Οι αβεβαιότητες στην αγορά των φωτοβολταϊκών
Ο τομέας της ηλιακής ενέργειας, σύμφωνα με την επικεφαλής της Lightsource bp, περνά μια περίοδο με μεγάλα σκαμπανεβάσματα, έχοντας από τη μια να διαχειριστεί την κλιματική κρίση και από την άλλη την ενεργειακή κρίση και την ενεργειακή ασφάλεια που είναι ένα θέμα που μας απασχολεί πολύ και ως χώρα. Αυτά τα μεγάλα όμως ζητήματα παραδέχεται ότι είναι συγχρόνως και ευκαιρίες για τις ΑΠΕ και τα φωτοβολταϊκά, καθώς δίνουν λύσεις και στους τρεις αυτούς τομείς.

Για την Ελλάδα, η μεγαλύτερη πρόσκληση και αβεβαιότητα για την αγορά παραμένουν οι περιορισμοί στους όρους σύνδεσης του δικτύου. «Πολλές φορές το παρομοιάζω με έναν σωλήνα νερού. Περνάει συγκεκριμένη ποσότητα υγρού ανάλογα με τη διατομή που έχει ο σωλήνας. Εάν δεν αυξήσεις τη διατομή ή δεν βάλεις κάποιους πρόσθετους σωλήνες και δεν ισχυροποιήσεις κατά αντιστοιχία το ηλεκτρικό δίκτυο, δεν μπορεί να περάσει περισσότερη ενέργεια». Ο χώρος, όπως τονίζει, μπορεί να αυξηθεί με την αποθήκευση ενέργειας αλλά συνολικά χρειάζεται μια επένδυση στο δίκτυο ώστε να μην ανακοπεί η ιλιγγιώδης ανάπτυξη των ΑΠΕ, που σήμερα φρενάρουν οι περιορισμοί του δικτύου, δίνοντας έναν πιο αργό βηματισμό σε μια αγορά που τρέχει πολύ γρήγορα για να καλύψει και τους πιο φιλόδοξους ευρωπαϊκούς στόχους.

Η επικεφαλής της βρετανικής εταιρείας στην Ελλάδα υποστηρίζει ότι αυτό είναι από τους ανασταλτικούς παράγοντες της αγοράς, καθώς χωρίς όρους σύνδεσης δεν μπορεί να αναπτυχθεί. Οι καθυστερήσεις σε θέματα αδειοδότησης και τα προβλήματα με τις τοπικές κοινωνίες είναι διαχειρίσιμα και υπάρχουν και σε άλλες χώρες. «Ως Lightsource bp ένα από τα σημαντικότερα πράγματα στα οποίο στηριζόμαστε και είναι μέσα στις αξίες μας είναι η βιωσιμότητα». Σε αυτό το πλαίσιο, όπως σημειώνει, η εταιρεία φροντίζει τα έργα της να πληρούν αντίστοιχους κανόνες ανάπτυξης σε αρμονία με το περιβάλλον.

Μία από τις πολύ χαρακτηριστικές φωτογραφίες που φιγουράρουν στην ιστοσελίδα της εταιρείας είναι η εικόνα με τα πρόβατα που βόσκουν δίπλα στα φωτοβολταϊκά της εταιρείας στην Αγγλία. Ανάλογες συνεργασίες βιώσιμης συμπόρευσης, μεταξύ έργων ΑΠΕ και αγροτικών φορέων (πανεπιστήμια, δημόσιοι φορείς κ.ά.) με φωτοβολταϊκά στον ίδιο χώρο σχεδιάζει η εταιρεία και στην Ελλάδα.

Οπως λέει, τα Φ/Β είναι συστήματα που καταλαμβάνουν χώρο στη γη. Ωστόσο οι τεχνολογίες των πάνελ συνεχώς εξελίσσονται και επιτρέπουν ίδια ή μεγαλύτερη απόδοση για μικρότερη επιφάνεια, ώστε για κάθε στρέμμα που χρησιμοποιείται το αποτύπωμα της εταιρείας να είναι πιο μικρό στο περιβάλλον.

Τα μεγάλα συμβόλαια ενέργειας
Η κυρία Παρασκευοπούλου μιλά με ενθουσιασμό και για την αγορά των διμερών συμβάσεων πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας (γνωστά και ως PPAs) που βρίσκονται στο στόμα κάθε παραγωγού αλλά και καταναλωτή ενέργειας το τελευταίο διάστημα τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. «Εχουμε μια κεντρική ομάδα στελεχών στο Λονδίνο που ασχολείται με αυτό το κομμάτι και η οποία βρίσκεται σε συζητήσεις με πολύ μεγάλους παίκτες-καταναλωτές ενέργειας παγκοσμίως και συνεχώς προσπαθεί να πουλήσει την ενέργεια που παράγουμε από τα φωτοβολταϊκά μας». Πρόσφατα η εταιρεία επικύρωσε τη δεύτερη συμφωνία με τα McDonalds στις ΗΠΑ και άλλη μια σημαντική συμφωνία στη Μ. Βρετανία, ενώ σε ανάλογες διαπραγματεύσεις βρίσκεται η εταιρεία και στην Ελλάδα. «Πιστεύουμε πολύ στα PPAs, όπως άλλωστε και η Ευρωπαϊκή Ενωση αλλά και η ελληνική πολιτεία, η οποία υπέγραψε το καλοκαίρι την υπουργική απόφαση που βάζει σε σειρά προτεραιότητας για όρους σύνδεσης όσα έργα έχουν συνάψει PPAs με ανώτατο όριο τα 4 GW».

Οπως επισημαίνει, ένα διμερές συμβόλαιο με φωτοβολταϊκό έχει μια σταθερή τιμή για επτά έως δέκα χρόνια, οπότε η βιομηχανία ή όποιος άλλος είναι ο αγοραστής αυτής της ενέργειας ξέρει ότι δεν θα έχει σκαμπανεβάσματα στις τιμές, αλλά ένα σταθερό ενεργειακό κόστος.
«Αυτό το μοντέλο πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας επιτρέπει στις μεγάλες επιχειρήσεις να έχουν πιστοποιητικά εγγυήσεων προέλευσης, να πιάνουν τους στόχους περί βιωσιμότητας και ESG και στις εταιρείες να παράγουν πιο πολλά φωτοβολταϊκά».

Πηγή:newmoney.gr